1821, Θυμάσαι ... Σωπαίνεις

                                         
1821
Του νέου έτους ο ερχομός βρίσκει τους Έλληνες σε συναγερμό,
              [σε κάθε τόπο για να επιτεθούν αναμένουν του Υψηλάντη* την εντολή,
και τότε… αλλοίμονο στους επαναστάτες,
                                             [όπως στις Θερμοπύλες... κάποιος Εφιάλτης θα φανεί,                      
ή ακριβέστερα δύο εφιάλτες θα έπρεπε να πω,
                                        [που θα προδώσουν πάλι τη πατρίδα τους χωρίς ντροπή !  
 
Παρέδωσαν ποιος ξέρει για πόσα αργύρια τη λευτεριά μας,
                  [την παλιγγενεσία του Έθνους, στους προαιώνιους τους εχθρούς μας,
οι Διάκος Χριστόφορος και Ασημάκης Θεοδώρου…
                           [αυτοί ήταν οι δυό προδότες που πούλησαν τους “αδελφούς μας”.

Σειρά οι φήμες που ακολούθησαν, σε κάθε σοκάκι, σε κάθε καφενέ και άλλη,
                                                 [διαδόθηκε μάλιστα ότι υπήρξαν κι άλλοι καταδότες,
η Φιλική Εταιρεία δεν το άφησε έτσι και “φρόντισε ιδιαιτέρως”...
                                                           [τον ένα μετά τον άλλον, όλους τους προδότες.

Λένε ότι μόνο ο Ασημάκης που αργότερα εθεάθη στη Ρόδο,
                 [τα κατάφερε να γλυτώσει, γιατί οι Τούρκοι έσπευσαν να τον φυλακίσουν,
δηλαδή τον έκρυψαν για να τον προστατέψουν
                                          [αφού ήταν βέβαιοι πως οι Χριστιανοί θα τον τιμωρήσουν.

Μετά την προδοσία, που ξέρουν πλέον με λεπτομέρειες
                                                              [όλα τα σχετικά με την εξέγερση οι Οθωμανοί,
στη Πόλη σταματάει ο χρόνος, παγώνουν τα πάντα… και στο Κισνόβιο 
                          [της Βεσσαραβίας συσκέπτονται επειγόντως ο αρχηγός κι οι Φιλικοί
πως θα πορευτούν στη συνέχεια, εφ’ όσον μαθεύτηκε ότι επίκειται ο “σηκωμός”
                      [κι ο Υψηλάντης δεν προλαβαίνει να πάει στο Μοριά να κάνει την αρχή,
πρέπει να δράσουν άμεσα κι αποφασίζεται εδώ και τώρα επίθεση από παντού
                 [απ’ όπου υπάρχουν Έλληνες, κι ας καθυστερημένα κάποιοι ειδοποιηθούν.

Ο Αλέξανδρος σπεύδει στη κοντινή Βλαχία, κηρύσσει την Επανάσταση
                                                  [κι οι Έλληνες “υπέρ πίστεως και Πατρίδος” εξορμούν.


Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ
'Εγώ μετά των αδελφών κινώ απόψε για το Γιάσι
                                             (Ιάσιο) όπου θεία συνάρσει θέλω κάμει την αρχήν
/..../  Νίκη ή θάνατος υπέρ πίστεως και πατρίδος
- Αλέξανδρος Υψηλάντης -
24 Φεβρουάριου 1821…. Με τη βοήθεια του Θεού δίνει την εντολή
                               [του σηκωμού ο Αλέξανδρος Υψηλάντης, της Φιλικής ο αρχηγός,  
ο άνθρωπος που ο Ελληνισμός τα πάντα του οφείλει, ο πατριώτης που…                       
             [της Εταιρείας εάν δεν έπαιρνε τα ηνία ποτέ το έθνος δεν θάβλεπε το φως,
ο μέγιστος των Ελλήνων, με τους δεκάδες αποστόλους φέροντες     
                   [προσωπικά του μηνύματα, όπου υπήρχε, εδώ και έξω, κάπου γραικός,
ο μεγαλοφυής στρατιωτικός ανέλαβε έργο που φάνταζε ακατόρθωτο,
               [να οργανώσει, αφ’ ενός στρατιωτικά οπλισμένα τμήματα εκ του μηδενός,
αφ’ ετέρου σε κάθε γωνιά της σημερινής Ελλάδας αλλά και παροικιών,
                  [επιτροπές, “ντόπιων τίμιων”, προς φύλαξη της συνδρομής του καθενός,
 που έδινε τον οβολόν του, για έξοδα του απελευθερωτικού πολέμου,  
                                    [φτωχός ή πλούσιος, κάθε Έλληνας, κάθε πατριώτης αληθινός.

Με το Φοίνικα στη μια μεριά που απ’ τις στάχτες του αναγεννάται,
             [και κόκκινο σταυρό στην άλλη, σημαία υψώνει Επανάστασης, κι ολοταχώς
με δύο χιλιάδες όλους-όλους, αφήνει τη Φωξάνη,
                         [κι εισβάλλει στα Οθωμανικά εδάφη μπαίνοντας μες στην Μολδαβία* αβοήθητος, αφού οι Βαλκάνιοι, κύρια οι Σέρβοι που υπολόγιζε, τα γύρισαν,
                                               [και μοναχός επιτίθεται σε μιά ολόκληρη αυτοκρατορία,
στέλνοντας μήνυμα ξεσηκωμού στους Έλληνες γράφοντας μεταξύ πολλών,    
             [«Ἅς συγκροτήσωμεν μάχην μεταξὺ τῶν Θερμοπυλῶν καί τόῦ Μαραθῶνος
ἅς πολεμήσωμεν ἔἰς τούς τάφους τῶν Πατέρων μας, οἷ ὄποῖοί ἐπέθανον
            [διά τήν ἔλευθερίάν στή διάρκεια τοῦ ἴστορικοτέρού τοῦ ἔθνους μας αἴῶνος.»

Ήξερε πολύ καλά ότι δεν θάχε καμία τύχη, ήτανε όντως μία θυσία,
                        [που δεν υπέδειξε βέβαια κάποια Πυθία, κάποιο των Δελφών Μαντείο,
αλλά οι κύριες στρατιωτικές δυνάμεις της Πελοποννήσου, που είχαν δηλώσει
      (σύναξη Βοστίτσας) ότι «δεν πολεμούν αν άλλοι πρώτα δεν μπούνε στο σφαγείο». 
 
Πως το φυτίλι άναψε ο Αλέξανδρος Υψηλάντης στις 24 Φεβρουαρίου, 
                        [να εκραγεί η Επανάσταση, ταξίδεψε με τ’ άλογο, το εξπρές της εποχής, 
περνώντας κάμπους, βουνά, δερβένια για να φτάσει στους κατωλλαδίτες, 
            [θάκανε κάνα δυό βδομάδες... όπως και να το πάρεις, όπως και να το σκεφτείς. 

14 Μαρτίου 1821…. άγνωστο η είδηση αν είχε φτάσει, πρώτη η καπετάνισσα                
                    [με το Υδραίικο αίμα, η Πινότση Λασκαρίνα ή Μπουμπουλίνα* ακολουθεί
υψώνοντας  στ’ άλμπουρο της ναυαρχίδας της “Αγαμέμνων” με τα 18 κανόνια, 
                                                        [τη σημαία της επανάστασης, τιμή στης Ύδρας το νησί,
αλλά και στων Σπετσών, που ‘κει μεγάλωσε κι έκανε μέγα βιός τ’ οποίο 
            [αφιέρωσε στον αγώνα, μιά ηρωίδα που χρόνια λόγω του εμφύλιου θ’ αγνοηθεί. 


15 Μαρτίου 1821…. Μιά μέρα μετά τη Μπουμπουλίνα και στα Καλάβρυτα
      [βροντάνε καριοφίλια, των Χονδρογιάννη-Πετιώτη κι άλλων των βουνών κλεφτών,                
που μ’ εντολή του προεστού των Καλαβρύτων Ζαΐμη Ασημάκη, πρώτοι, 
              [χτυπούν μια χρηματοαποστολή φόρων, πίσω να πάρουν “το αίμα των Ρωμιών”.


21 Μαρτίου 1821... οι Πετμεζαίοι* με τα παλικάρια μπαίνουνε στα Καλάβρυτα, 
                                          [ο άνισος αγώνας μ’ όλα τα μέσα κατά της Τουρκιάς έχει αρχίσει 
κι οι Ιωάννης Παπαδιαμαντόπουλος* και Ανδρέας Λόντος*
                                          [κόκκινη σημαία με μαύρο σταυρό, στη Πάτρα έχουν αναρτήσει.


23 Μαρτίου 1821… Ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης* επικεφαλής σώματος Μανιατών,
                      [μαζί και οι Κολοκοτρώνης*, Παπαφλέσσας*, Αναγνωσταράς*, Νικηταράς*
όπως και άλλοι οπλαρχηγοί πολιορκούν και καταλαμβάνουν την Καλαμάτα,
                 [ενώ η τουρκική φρουρά όπως και ο βοεβόδας Αρναούτογλου Σουλεϊμάν Αγάς
άνευ όρων θα παραδοθούν και μόνο στη θέα του τεράστιου αυτού στρατού ατάκτων,
                               [στο σημείο δε αυτό είναι κατά τη γνώμη μου απαραίτητο να τονιστεί,
ότι λίγες μέρες πριν η Μάνη είχε εφοδιαστεί με τόνους μπαρούτι και πολεμοφόδια
            [από τη Φιλική Εταιρεία… ήταν η κίνηση που έκανε αυτήν την επιχείρηση εφικτή !

Έτσι, για να τιμήσουμε και λίγο τη Φιλική, που τα πεπραγμένα της καταχωνιάστηκαν,
                                [ακούμε για την ίδρυσή της μόνο, μα για τη δράση της... “ιχθύος σιγή”.
Έχω δηλώσει επανειλημμένως είμαι από χωριό, δεν γνωρίζω τα αίτια αυτής της ομερτά,
                              [αν κάποιος-α γνωρίζει κάτι σχετικό, θα ήμουν υπόχρεος αν μου το πει.

26 Μαρτίου 1821… το Γαλαξείδι της Ναυτουριάς με τα εκατό τόσα καράβια του
                     [μπαίνει στο πόλεμο και ο Κορινθιακός δεν είναι πια θάλασσα της Τουρκίας.

 21 Μαΐου 1821… Κάποτε και στην Κρήτη φτάνει η είδηση του Σηκωμού
                         [στην Κρήτη των 140.000 Ελλήνων και 120.000 εξοπλισμένων Οθωμανών,
και που τα σώματα των γενιτσάρων δεν άφηναν τους Έλληνες σε χλωρό κλαρί,
             [κι όμως του Ψηλορείτη τα παιδιά με 400 όπλα στο νησί συν 800 των Σφακιανών,
σηκώσαν επανάσταση, παρά τις αντίξοες συνθήκες, και στις 14 Ιουνίου στο Λούλο,
               [των Χανίων, εξόντωσαν ολόκληρο σώμα γενιτσάρων, “Εν Κρήτη ήρχιζε ο αγών”.

19 Ιουνίου 1821...  φτάνει στο  Άστρος, ο αδελφός τού Αλέξανδρου, Δημήτριος,              
          [δεύτερος γιος του Κωνσταντίνου Υψηλάντη,* του τέως ηγεμόνα της Μολδοβλαχίας,
όπου τον υποδέχονται πλήθος πρόκριτοι, αρχηγοί στρατιωτικών σωµάτων,
                                 [ανώτεροι κληρικοί και πολλά μέλη της Πελοποννησιακής Γερουσίας.

Ο αμφιλεγόμενος τίτλος “Γερουσία” είχε αμφισβητούμενη λαϊκή αποδοχή 
                                      [και βεβαίως δεν είχε καμία σχέση με τη σημερινή της σημασία,
αλλά η Πελοποννησιακή προεστοαριστοκρατία ήθελε τίτλο βαρύγδουπο, 
      [γιατί βάσει των υποσχέσεων που τους έδωσε προεπαναστατικά η Φιλική Εταιρεία,
πως εάν μπαίναν στον πόλεμο, μετά τη λευτεριά ο Μαυρομιχάλης θάταν ο άρχοντας
               [της χερσονήσου, θα παρέμεναν δε τα προνόμια που είχαν και με την Τουρκία.

Όταν όμως οι προτάσεις του Δ. Υψηλάντη* απαιτούσαν να υπάρξει Διοίκηση Κεντρική
                              [για να µην επικρατούν η πολυαρχία, οι τοπικισμοί και οι αυθαιρεσίες,
η κόντρα άρχισε αμέσως καθώς χάναν οι πρόκριτοι την εξουσία και τη δύναµή τους...
         [κι αυτή ήταν η αιτία των εμφυλίων μας, της ήττας μας και στράφι να πάνε οι θυσίες.


23 Ιουνίου 1821… νίκες στο Νότο, μα ο Αλέξανδρος στα βόρεια ηττάται 
                   [καθώς ουδόλως τηρείται η διαταγή του… το ιππικό τού Βασίλη του Καραβιά*
επιτίθεται χωρίς το υπόλοιπο στράτευμα, λόγω ανωτέρας βίας, αφού ο Υψηλάντης 
        [απείχε από το ελληνικό σώμα τρεις ώρες και οι Τούρκοι εν τω μεταξύ έκαιγαν χωριά.
             
Όταν βλέπει τα παλικάρια του να σφάζονται, εκείνους πρώτοι είχαν υψώσει τη σημαία 
              [της επανάστασης, σπεύδει χωρίς διαταγή, το ίδιο και το σώμα των Ιερολοχιτών*
που μέχρι να φτάσουν στα χωριά, σε φυγή έχουν τραπεί τού Καραβιά οι ιππείς...
                        [κι έτσι Έλληνες και ξένοι εθελοντές απομένουν στο έλεος των Οθωμανών.

Εκατόν ογδόντα παλικάρια θα πολεμήσουν γενναία μα θα σφαχτούν
                   [λόγω της απειθαρχίας του χιλίαρχου Καραβιά στη Μάχη του Δραγατσανίου*,
που κάθε χρόνο τη γενναιότητά τους μνημονεύουν τα εμβατήρια
                                  [την εικοστή πέμπτη Μαρτίου στις παρελάσεις στην Πανεπιστημίου.

Σημειωτέον ότι με τηλεβόλα είχε εφοδιάσει τον Υψηλάντη για να πολεμήσει
                                         [κι ο τσάρος  Αλέξανδρος Α' Παύλοβιτς μέσω της Βεσσαραβίας,
διατρέχοντας, ενός σοβαρού, με τους Αγγλογάλλους επεισοδίου,
                      [που ούτως ή άλλως είχαν στο μάτι τον ορθόδοξο Αυτοκράτορα της Ρωσίας,

Τον πόλεμο αυτόν άνοιξε ο πρίγκηψ*, πατώντας στου Ρήγα τα αχνάρια,
                                        [στο όραμα μιας παμβαλκανικής στρατιάς, μιά ρηξικέλευθη ιδέα,
δηλαδή να προστρέξουνε οι Βαλκάνιοι με τους Ιερολοχίτες να ενωθούν
                                       [και πάνω απ' των “μεγάλων” τα συμφέροντα, μία ανίκητη παρέα
να γίνουν όλοι μαζί... “η ισχύς εν τη ενώσει”….. και να αναστήσουν 
                                       [την ένδοξη των προγόνων τους παλιά Ανατολική αυτοκρατορία...   
που αιώνες, τους ανίδεους κάναν οι παπικοί, πως δεν υπήρξε, 
                                 [μα, τους χαλάνε μωρέ τη σούπα η “αλήθεια” κι αυτά τα άτιμα βιβλία !

Όταν ο Τσάρος έμαθε πως ο στρατός του Υψηλάντη,
                            [από τη Μολδαβία μέσα στην άλλη ηγεμονία, τη Βλαχία, είχε διεισδύσει,       
και η επίθεση κατά των Οθωμανών ήταν πια αναμφισβήτητο γεγονός, 
                                             [απ' τη χαρά του, είπαν αυτόπτες μάρτυρες, είχε χοροπηδήσει…
Σύντομα όμως για τον απανταχού, σε Ελλάδα, Ασία και Ευρώπη, 
                                                              [Ελληνισμό, η τύχη μα και... η γη ανάποδα θα γυρίσει, 
καθώς ο Αυστριακός Μέτερνιχ της Ιεράς Συμμαχίας το σκληρό καρύδι,
                                                                               [τον Τσάρο με θράσος στα ίσα θα απειλήσει,
δηλώνοντας του προκλητικά πως «...πρόθεση αν έχει 
                                                                                [την Ελληνική επανάσταση να υποστηρίξει,
 σίγουρος νάναι πως η Συμμαχία δεν θα το επιτρέψει», 
                                                                      [εννοώντας πως δια των όπλων θα τον εμποδίσει.

Ο Τσάρος φοβούμενος τη μήνη των ισχυρών δίνει οδηγία, 
                                                     [στον υπουργό του, τον Ιωάννη Καποδίστρια, να μηνύσει
του Υψηλάντη, ότι... «Εύρισκομένη η Ρωσία  έν απειλή”, άναγκάζεται
                             [τόν άγώνα τών Ελλήνων καί τόν ίδιον τόν Υψηλάντην νά άποκηρύξει.» 
       
Η συνέχεια θάναι σκληρή για τους προγόνους μας,
                                                     [ίσως και δύσκολο να περιγραφεί το τι θα επακολουθήσει. 
Με μια πρωτόγνωρη ως τότε για ηγέτη οργή,
                                               [δίνει ο Σουλτάνος μία, όντως ψυχής αρρωστημένης, διαταγή,
που έλεγε ότι «ο κάθε Οθωμανός έπρεπε να οπλιστεί, 
                                               [να αγοράσει πιστόλες και γιαταγάνια με ό,τι κι όπως μπορεί,
και αν δεν είχε χρήματα, το στρώμα του να πουλήσει ακόμη, και όταν
                            [πάρει εντολή, κάθε Έλληνας άντρας, γυναίκα και παιδί να εκτελεστεί !».
 
Έλα όμως που η "διαταγή" έπρεπε από τον ανώτατο θρησκευτικό ιεροδικαστή 
                      [στην Κωνσταντινούπολη, σεϊχοϊσλάμη Χατζή Χαλίλ, με φετβά να εγκριθεί, 
μια από τις ευγενικότερες μορφές και θύμα της επανάστασης του 1821,
                                                                     [που η αγαθή ψυχή του τον πρόσταξε να αρνηθεί,       
και θαρραλέα χαρακτήρισε μια τέτοια εντολή, 
                                                              [το λιγότερο παράλογη και πράξη άκρως δολοφονική.

Απ' τον σουλτάνο  Μαχμούτ ο ιμάμης θα εξοριστεί,
                       [κι από τον πάντα πρόθυμο για οτιδήποτε,  Φεΐζ Ιμάμη* θ' αντικατασταθεί, 
ο οποίος άμεσα υπογράφει κατ' εντολήν τη φετβα-διαταγή που υποκριτικά
                                             [συντάχτηκε με τέτοιο τρόπο ώστε να δείχνει λιγότερο σκληρή.

Ένα λουτρό αίματος θα ακολουθήσει…. πλήθος ανυπεράσπιστων Ελλήνων,
                                                              [χωρίς οίκτο, διακρίσεις και αναστολές, θα εκτελεστεί
με την άδεια του νέου Ιμάμη στην νέα διαταγή που έγραφε υποκριτικά,
                                                   [«να συλληφθούν μόνο όσοι Γραικοί ''ύποπτοι'' θα κριθούν»,
κατά τους Τούρκους όμως “όλοι” βεβαίως ήτανε ύποπτοι (!)
                          [και καλυπτόμενοι πίσω απ’ αυτό, κάθε εκτέλεση άνετα την δικαιολογούν.
   
Για την ιστορία να αναφέρω ότι αργότερα ο Φεΐζ Ιμάμης 
                                                                             [απ' τους επαναστάτες στη Χίο θα κρεμαστεί,
αφού σ' αυτό το μεγάλο έγκλημα, “άνθρωπος του θεού”, 
                                                                                [με προθυμία ασυνήθιστη είχε συνεργαστεί.      

Ποτάμια αίματος Ελλήνων ραγιάδων τρέξαν απ' άκρη σ' άκρη
                                                                     [όπου ο Σουλτάνος σ’ Ελληνική γη είχε κυριαρχία,   
και οι σφαγιασθέντες είναι τα θύματα-πρωταγωνιστές
                                                  [των μελανών σελίδων που γράψαν οι Τούρκοι στην ιστορία.

Εκεί που είδε ο γραικο-ραγιάς* τη περισσότερη μανία
                                                                        [ήταν σε Ρόδο, Κύπρο, Θεσσαλονίκη και Αϊβαλί,           
όσο για τη Κωνσταντινούπολη, υπέστησαν τα πάνδεινα... 
                                                                [και γενικότερα ο Έλληνας δεν είχε τόπο να σταθεί. 

Σωροί των Γραικών τα αδικοσφαγμένα σώματα... 
                                                       [γέμισε η Πόλη από νεκρούς με τους λαιμούς κομμένους,                                
μέσα στους δρόμους να τους έχουν παρατήσει, 
                                                    [σκυλιά, κοράκια, ν' αρπάν’ κομμάτια απ' τους καημένους.      

Για να μεγαλώσει ο Σουλτάνος του όχλου τη μανία,
                                             [τους Οσμανλήδες*, που οι μύτες τους και τ' αυτιά είχαν κοπεί 
από τους επαναστάτες του Υψηλάντη στη Μολδαβία,
                                                       [διατάζει να κυκλοφορούν στους δρόμους χωρίς διακοπή.

Το άγριο ‘κείνο θέαμα, που αντίκριζαν οι Οθωμανοί
                                                                       [συνέχεια μέσα στη Πόλη, τούς έκανε μπαρούτι,  
φανατίζονταν και βγάζαν τ' άχτι τους πάνω στους Έλληνες
                                                                    [πιότερο... όλο και πιότερο εξαγριωμένοι Τούρκοι.

Μα το ποτάμι πήρε μαζί του, και την προσφιλή στους Οθωμανούς,
                                                         [τη βολεμένη εκείνων των ανθενωτικών* Ελλήνων τάξη,
και στα χλιδάτα σπίτια τώρα των γειτονιών τους,
                                                     [αν δύναμη έβρισκε κανείς να κάνει ένα γύρο να κοιτάξει,
έβλεπε οικογενειακώς να είναι κρεμασμένοι πάμπολλοι γραικοί,
                                 [που ήτανε με τους Τούρκους έως τότε τακιμιασμένοι κι ευνοημένοι…

Κι αν υπάρχει απορία «τί Έλληνες ήτανε δαύτοι ?», η απάντηση είναι
             [πως οι σφαγέντες, ληστευθέντες, απελπισμένοι, απηυδησμένοι, κακοποιημένοι
μετά τη κατάληψη από τους σταυροφόρους το 1204, αφήσαν απόγονους
                      [που ούτε θέλαν ν’ ακούσουν για Ευρωπαίους... αυτοί ‘τανε οι ανθενωτικοί,
κι όταν η Πόλη χωρίς δυνάμεις το 1453, έπρεπε αφέντη να διαλέξει,
                                [προτίμησαν αντί στην ανθελληνική Δύση, στους Τούρκους υποταγή !

Επόμενο ήταν ο Μωάμεθ προνόμια να δώσει στους ανθενωτικούς,
                [όπως και αξιώματα, που συνεργάστηκαν για 400 χρόνια μετά των Οθωμανών,
όπως όλα αλλάζουν όμως, σαν “η ώρα σήμανε του σηκωμού” τα όπλα πήραν 
                [απ’ τους πρώτους, Υψηλάντηδες, κι άλλοι Φαναριώτες απόγονοι ανθενωτικών.

Τ’ αντίποινα για των Ελλήνων τον σηκωμό παντού σκληρά, 
            [στο  Ανδραμύτι, της γιαγιάς μου Μαριάνθης Κυριακίδου το χωριό και στ' Αϊβαλί, 
αμέτρητοι ήταν οι πατριώτες που σκλαβώθηκαν και μ’ αλυσίδες
                                                                  [για την Κωνσταντινούπολη σωρό είχανε φορτωθεί,        
με προορισμό το Μπαρούκ παζάρ, την αγορά ανθρώπων, 
                                                                    [που αδίστακτα θα πουλιόνταν όσο-όσο οι φτωχοί, 
ενώ σωματέμποροι, όπως οι μανάβηδες στη λαϊκή, θα φώναζαν: 
                        [«περάστε κόσμε... μόνο εικοσιπέντε γρόσια το κεφάλι, σοδειά μοναδική»… 

Εξώθυρα δεν έμεινε από Ελληνικό σπίτι της Κωνσταντινούπολης
                                                                            [όπως και πόρτα μαγαζιού, που να μη σπάσει,
να μη λεηλατηθεί[ κάθε ελληνική εστία απ' τα υπάρχοντά της, 
               [και στη φωτιά κάθε κατάστημα να οδηγηθεί αφού από εμπορεύματα αδειάσει.

Οι επιζήσαντες ιερολοχίτες, τους Βαλκάνιους που κωλοτούμπιασαν
                                         [τους σιχτιρίζανε, αιτία τους θεωρούσαν που είχαν τη μάχη χάσει.
           «Παρ όλα αυτά  εμείς...», συμπλήρωναν, «στις παραδουνάβιες 
                                                             [και στο Δραγατσάνι, θα βγάναμε κυριολεκτικά  φτερά,
            εάν το σχέδιο των Φιλικών δεν το προδίδαν… γιατί στο Ναύσταθμο,
                                    [το δυνατό χαρτί των Τούρκων, χρειάζονταν μονάχα ένα ή δυο σακιά,
            ν’ ανάψετε κάπου εκεί κοντά, όπως στου Αϊ Γιάννη παραδείγματι, 
                                                       [στη σκατόσκαλα, στο Μποκ Ισκελεσί που παίζαμε παιδιά,          
            κι έτσι θα λαμπαδιάζανε οι μόλοι, οι πυριτιδαποθήκες,
                                                                    [και οι Αγαρηνοί θα μέναν από στόλο για τα καλά.»

Μα ας επιστρέψουμε στο “η Πόλις Εάλω”… κι αυτή θα ήταν
                                            [η δεύτερη φορά, και για να είμαστε δίκαιοι, πρέπει να τονιστεί,
ότι δεν έλαβαν μέρος στο σύνολό τους, σύμφωνα με μαρτυρίες, 
                                                                         [όλοι οι Οθωμανοί, στη γενική εκείνη τη σφαγή, 
και ιστορικές καταγραφές βεβαιώνουν ότι 
                                                                  [από τον τούρκικο πληθυσμό που ζούσε στην Πόλη, 
περίπου τετρακόσιες και πλέον χιλιάδες, ζήτημα αν συμμετείχαν, 
                                                               [κατά προσέγγιση, οι δεκαπέντε χιλιάδες όλοι κι όλοι.
Έλληνες αρκετούς οι Τούρκοι με κίνδυνο προσωπικό, 
                                                                         [για τη ζωή τους, στα σπίτια τους είχανε κρύψει, 
το ίδιο έκαναν και πολλοί Εβραίοι, βλέποντας… 
                                                           [μια αποτρόπαιη σφαγή αθώων νάχει επίσημα αρχίσει ! 

Οι ιστορικοί αναφέρουν ότι στην Πελοπόννησο, 
                                                  [χιλιάδες Τούρκους αμάχους κι οι Έλληνες είχανε αφανίσει, 
και το γεγονός αυτό χρησιμοποιούν, σαν βολικό επιχείρημα, 
                                     [για τους δικούς τους λόγους, κάποιοι της ιστορίας τάχα ερευνητές, 
κάποιοι παρατρεχάμενοι κατα-σκοταδο-φωτισμένοι, 
                                                         [γνωστοί και ως “μια-απο-δω-μια-απο-κεί” νεοσοφιστές, 
χρησιμοποιούν δε τα πάνελ στη Τιβή, για να μας πείσουν 
                                                    [πως «εεε…, έγκλημα στο έγκλημα, είμαστε πάτσι» δηλαδή, 
πως είμαστε σε μία πλάνη, πως φίλοι μας είναι οι Τούρκοι, 
                                                    [όπως έλεγε κι ο Μάτσας* πως ήταν φίλοι μας οι Γερμανοί ! 

Πώς μπορούν να υποστηρίζουν τέτοιο επιχείρημα ότι “είμαστε πάτσοι”
                            [ας αναρωτηθούνε μόνο πώς βρέθηκαν οι Τούρκοι στο Μορέα και γιατί ?

Μήπως αγόρασαν αγροτεμάχια ή νοίκιασαν κτήματα 
                                       [απ' την Ρωμαιο-Ενετο-Φραγκο-κατεχομένη Ελληνική αρχαία γη ? 

Μα και βέβαια όχι…. την άρπαξαν με τα όπλα οι μογγολο-βάρβαροι,
                                               [όπως κι οι προηγούμενοι, και τσαμπουκαλίδικα μείνανε εκεί, 
''πατώντας'' για τέσσερις ολόκληρους αιώνες,                                    
                                                               [πάνω στου κάθε Έλληνα το βιός, μα και την κεφαλή, 
φτύνοντας και μαστιγώνοντάς τον, όποτε γούσταραν, 
                                                          [ή τον έσφαζαν αν δεν προσκυνούσε την Οθωμανοαρχή. 
   
Η κατάκτηση δεν τους κάνει με κανένα τρόπο ιδιοκτήτες…
                                                                            [έτσι τουλάχιστον ένιωθε κάθε ελληνική ψυχή

κι αυτό το αποδεικνύουν οι 30 επαναστάσεις* στη Τουρκοκρατία 
                                                                         [για να ξαναπάρουν πίσω τη γη τη πατρογονική.

Σκεφτήκατε ποτέ το λόγο που σφάξαν κατά χιλιάδες τους Έλληνες, 
                                                    [τους ξεσηκωμένους δούλους, τους ραγιάδες, οι Οθωμανοί ? 
ήταν πολύ απλός, κινδύνευαν να χάσουν τα αγαθά της ληστείας τους,
                                                                                    [των σκλαβωμένων τη σοδειά τη πενιχρή. 

Και στον αντίλογο… με ποιο κίνητρο οι επαναστατημένοι 
                                                        [σκοτώναν τους Τούρκους στο Μοριά με μανία περισσή ? 
της λευτεριάς και μόνο ήταν το κίνητρο για ν’ απαλλαγούν 
                                                                            [από τον εξευτελισμό που υφίσταντο μιά ζωή, 
όπως για παράδειγμα στους γάμους, σε κάποια μέρη, 
                                                             [της νύφης έπρεπε να γίνει από τον Τούρκο η ''δοκιμή''  
και δεν έφτανε μόνο αυτό, έπρεπε την επομένη το πρωί, 
                                                [για να επιστραφεί η νύφη, να τον πληρώνουνε οι γαμπροί ! ! 

Οι Έλληνες σκότωναν Τούρκους για να σταματήσουν να αιχμαλωτίζουν
                                                           [τα παιδιά τους… που τα άρπαζαν και τα “γλεντούσαν”
οι παιδεραστές δυνάστες τους και μες στα χαρέμια 
                                                                       [χωρίς ενδοιασμούς οι ανώμαλοι τα οδηγούσαν.

Για αιώνες, πάνω στους σκλαβωμένους χριστιανούς, 
                                                                              [το άδικο, χωρίς κανένα έλεος, συνεχιζόταν 
και δυσκολεύτηκαν να δουν και πιστέψουν εκείνη την αχτίδα ελπίδας 
                                                         [που φανερώθηκε λες από το πουθενά, που ήρθε όταν... 
... ο Γκριγκόρι Αλεξάντροβιτς Στρογκανόφ, ο Ρώσος πρεσβευτής, 
                                           [στη Κωνσταντινούπολη στις 6 Ιουλίου 1821, εν είδει διαταγής, 
επιδίδει, στη Πύλη, στο Σουλτάνο, επείγουσα γραφή του Τσάρου
                                                              [να του μηνύει, με υπονοούμενα αορίστου απειλής: 
                «Εγώ, πασών των Ρωσιών ο Τσάρος, απαιτώ 
                              [τα δικαιώματα των Χριστιανών, Μαχμούτ, να σεβαστείς.»

Κωφεύει ο Μαχμούτ Β’ ο υπεροπτικός Σουλτάνος 
                                                                           [και για τις απειλές ουδόλως χαμπαριάζει...
ο Ρώσος πρεσβευτής που παίρνει ειδοποίηση 
                                                        [από τον ηγέτη του, μπαγκάζια επειγόντως ετοιμάζει, 
και από την Πόλη χωρίς κουβέντα για τη Αγία Πετρούπολη, 
                                                                                 [τη πρωτεύουσα της Ρωσίας, αναχωρεί.

Ότι ο Τσάρος δεν ''παίζει'', ο Σουλτάνος τώρα καταλαβαίνει... 
                                        [αφού σήμα πολέμου είναι, αν πρέσβης από κάπου ανακληθεί.

Πανικόβλητος διατάζει να σταλεί φιρμάνι απ’ άκρη σ’ άκρη 
                                                        [να σταματήσουν άμεσα των Χριστιανών οι σκοτωμοί 
κάνοντας ξεκάθαρο όμως ότι οι Φιλικοί εξαιρούνται
                                           [και η δίωξη τους ανελέητα και με κάθε τρόπο να συνεχιστεί.             

Πολλά μέλη της Εταιρείας που προετοίμαζαν τον αγώνα,
                                                             [με  προδοτο-ρουφιανιές κυρίως, είχανε συλληφθεί,
και με τέσσερα καρφιά σε χοντρόκορμα πλατάνια, 
                                          [αρκετοί Φιλικοί είχανε απ’ τους τουρκο-μογγόλους καρφωθεί.

Το φιρμάνι επιπροσθέτως έγραφε ότι ο Σουλτάνος
                                                                       [έδινε σ’ άπαντες τους διωκόμενους αμνηστία,                 
και παρείχε την άδεια σ’ όλους τους καταζητούμενους υπηκόους του 
                               [να επιστρέψουν όλοι οι φυγάδες που είχαν δραπεύσει για σωτηρία 
προς Ιταλίες, Γαλλίες, Ρουμανίες, προς Οδησσό  και σ’ άλλες πόλεις
                                     [ή περιοχές στην ανέκαθεν φιλική προς τους χριστιανούς Ρωσία. 

Μα όσοι απ’ τη Κωνσταντινούπολη σηκώσανε πανιά και πήγαν στο Μοριά... 
                                                      [πώς να επιστρέψουν... τώρα που “γράφαν ιστορία”…
τώρα που πολεμούσαν υπέρ βωμών και εστιών
               [τώρα που οραματίζονταν της πατρίδας τη λευτεριά και τη παλιγγενεσία ?  

Η γενοκτονία των γραικών, στη Πόλη και αλλού, ανεξίτηλα άφησε
                               [τη σφραγίδα της στη ματωμένη εκείνη του εικοσιένα τη χρονιά... 
και καταγράφηκε στις ιστορικές μνήμες σαν “σύνορο δύο εποχών” 
                                                                [αφού σε συζητήσεις άκουγες: «Πριν τα δεινά, 
πριν τη σφαγή, γίναν αυτά... και κείνα...» 
                                    [και το αντίθετο ανάλογα, «...αυτά συνέβησαν μετά απ' αυτά.»

Ενώ λοιπόν στη Κωνσταντίνου Πόλη και στη Βλαχία, 
                                                           [γίνονταν όλα ετούτα τ’ αποτρόπαια και εφιαλτικά, 
οι κατωλλαδίτες (όπως οι Κων/πολίτες συνήθιζαν να τους λεν),
                                     [πολέμαγαν μεν… αλλά τρώγονταν και μεταξύ τους στο Μοριά,
 μία προθέρμανση θάλεγα για τούς μεγάλους τους εθνικούς καυγάδες,
               [τους εμφυλίους, που οι Έλληνες αλληλοφαγώθηκαν ωσάν ανήμερα θεριά,
όπως τ’ αποκαλύπτει μαζί με άλλα ο πολεμιστής στο σηκωμό, Γεράσιμος*,
                                                                    [πατέρας του δικού μου του προ-προ-πάππου.
Σαν νάταν χθες κάποιο φθινόπωρο, κάποιου έτους...
                                                        [θάταν δε θάταν ξημέρωμα καλοκαιρινού Σαββάτου,
μέσα σε όνειρο σ’ ύπνο βαθύ ή μήπως ξύπνιο (?) όρκο δεν παίρνω,
                                [πάντως όπως και νάχει, όνειρο ή πραγματικότητα, ‘κείνη η φωνή,
από πρώτο χέρι μου διηγήθηκε εκείνον τον ηρωικό αγώνα του Έθνους
                           [και “πώς περπάτησαν” τότε τον δρόμο ώστε η πατρίδα ν’ αναστηθεί.. 

Με τεταμένη τη προσοχή μου στον εκ βαθέων 
                                                 [ποταμό των λόγων του, όσους τουλάχιστον συγκράτησα,
για της επανάστασης το έπος, ό,τι ζήσανε το έθνος και αυτός,
                                                                             [χρόνια στο νου... μαζί μου τα φυλάκισα,      
και να τώρα, που μέσω του βιβλίου μου, 
                                    [να δραπετεύσω από τα “πρέπει μου” αποφάσισα,
τις επώδυνες περιγραφές του προ-προ-πάππου μου,
                                                     [μες το κελί τους βεβαίως δεν τις άφησα.     

               Γεννήθηκε, μου δήλωσε, στις αρχές του αιώνα,
                                                      [τη πρώτη δεκαετία του χίλια οκτακόσια
               και σε ψιλο-αρχαΐζουσα, διανθισμένη
                                                   [με Μακρυγιαννικολοκοτρωνέικη γλώσσα,
               “πολλά" μου είπε με σπουδή μη και ξεχάσει κάτι, 
                                                      [τα οποία βεβαίως επιμελώς κατέγραψα,  
               γεμάτος συγκίνηση αλλά και αίσθημα ευθύνης             
                                              [χωρίς φόβο ή πάθος, μετέφερα κι υπέγραψα  
               σε τούτο το ψηφιακό… και χάρτινο αν ο Θεός το θέλει, 
                                           [βιβλίο, παίζοντας τον ερευνητή δημοσιογράφο,  
               ή αν θέλεις, κατά κάποιο τρόπο, 
                                             [μπορείς να πεις και τον ερασιτέχνη βιογράφο.  




               «Δεν ξέρω απόγονε οι άλλοι τί σούχουν ειπωμένα...
               κάπως αλλιώτικα κι απίστευτα θα τα ακούσεις από μένα,
               όμως όσα θα πω… καλού κακού βάστατα κλειδωμένα,
               γιατί μ’ ενοχές των Υπεράνω Υποψίας είν’ φορτωμένα.
       
              »Την αρχαία, που λες ΄γγονέ, Ελληνική πόλη της Βυζαντίδας*,
               που ίδρυσε ο Βύζας, γυιός του Βασιλιά της Μεγαρίδας,                 
               αργότερα, στα χρόνια του Μεγάλου Κωνστ/νου των Ρωμαίων, 
               του “έν τούτω νίκα”, του χρησθέντος και Αγίου υπό των Ιερέων,
               αποφασίσαν της Ρώμης οι κοσμοκράτορες κατακτητές
               να την ορίσουν πρωτεύουσα, στο κράτος τους το αχανές.                

              »“Νέα Ρώμη” την ονομάσαν, και έκτοτε της αυτοκρατορίας
               παρέμεινε το κέντρο σ’ όλη τη διάρκεια της επόμενης χιλιετίας,
               αφού ο αυτοκράτωρ μετά της Συγκλήτου και της αριστοκρατίας,
               μετακομίσανε εκεί οριστικά, και με τα χρόνια αυτοί κι οι ντόπιοι
               γίνηκαν ένα “κοκταίηλ” εθνικοτήτων, πληθυσμιακά δε πρώτοι         
               κάπου οι μισοί, να είναι Έλληνες και μία κάστα ευγενών
               δημιούργησαν πολύ μετά, αυτή των Γραικορωμαίικων οικογενειών,
               των καλλιεργημένων γνωστών σε όλους μας Φαναριωτών,
               «όπου ή σκούφια των έκράτει έκ τών τής προαλώσεως άνθενωτικών.

               »Πριν πάμε όμως στην Άλωση, αυτή τη Ρωμαιοβυζαντινοαυτοκρατορία
               κομμάτι-κομμάτι οι ορδές των Οθωμανών, με συμφωνίες ή με βία,
               πετσόκοβαν, μέχρι που έφτασε να τους πληρώνει υποτελείας φόρο,
               και τελικά εξασθενημένη να υποκύψει σ’ ένα Σουλτάνο αιμοβόρο,
               ονόματι Μωάμεθ Βήτα που λόγω της κατάληψης ονομάσθη πορθητής.
               Από το μεγαλείο της θαμπωμένος αυτοχρίστηκε, συνεχιστής αυτής
               της χιλιετούς αυτοκρατορίας, και τον τίτλο τούτο κρατήσαν οι αναιδείς,
               κάπου για πεντακόσια χρόνια μέχρι του εικοστού αιώνα την αυγή,
               όλοι οι μετέπειτα Σουλτάνοι με την Καυκασοκασπιώτικη καταγωγή.

              »Περάσανε αιώνες, τρεμόσβηνε πια η αυτοκρατορία των Οθωμανών,
               μετά δε από ατυχείς πολέμους “καί συνεπεία σειράς διαδοχικών ήττών
               άπό τόν Αύστρο-Ούγγρο-Ρώσικο στρατό έξηναγκάσθη είς συμβιβασμόν”, 
               σε μετατροπή κάποιων εδαφών της νάχουν μορφή υποτελών ηγεμονιών
               (Μολδαβία-Βλαχία), βέβαια με επιβολή των αναλόγων χαρατσιών,
               στο σουλτάνο επετράπη μόνο η επιλογή οσποδάρων* (διοικητών),    
               μα όχι Τούρκων αλλά εξ άλλων εθνών όμως οπωσδήποτε χριστιανών,
               του  απαγόρευσαν δε να διατηρεί ή να στέλνει οθωμανικό στρατό                  
               στις δύο ηγεμονίες που κατοικούνταν από χριστανικό ορθόδοξο πληθυσμό.                                     
               »Σ’ αυτές λοιπόν τις φόρου υποτελείς αυτονομίες Βλαχία και Μολδαβία,
               οι διοικητές συνήθως ήταν απείθαρχοι, ο Σουλτάνος τους άλλαζε με τη μία,
               είδε κι απόειδε και τούρθε ιδέα να διοικήσουν έμπιστοί του Φαναριώτες,              
               μα έσφαλε εκεί…. γιατί κάποιοι Έλληνες οσποδάροι ήταν πατριώτες,
               η δε αυτονομία και απουσία του οθωμανικού στρατού τους ήρθε γάντι.

              »Επί οσποδάρου Σούτσου-Βόδα*, ο στρατός του Υψηλάντη
              είχε οργανωθεί, ώστε απ’ όλα τα Βαλκάνια ν' αποτινάξει
              τον Τούρκικο ζυγό, κι ο Σούτσος απέδειξε ότι, κοινωνική τάξη
              και συμφέροντα, οι Έλληνες ξεχνούν φτάνει η Πατρίδα να σωθεί,
              αργότερα πάλι με τους διωγμούς των Φιλικών τούτο θ’ αποδειχθεί
              καθώς Φαναριώτες και ιερείς ήτανε μέλη στην Εταιρεία τη Φιλική.»
        
 Φανερά συνεπαρμένος απ’ τη διήγηση κι εκείνος, 
                                                  [δεν τόπαιζε καθόλου, μα καθόλου μάγκας
 περήφανα μου μίλαε για το αρματολίκι χωρίς μου πουλάει   
                          [καπετανιλίκι, ο Γεράσιμος του Ζαχαρή ο Ματαράγκας. 
 Πριν ν’ αναφερθεί αυτός στη κλεφτουριά, 
                                               [λες για θύμησες απ’ τον αγώνα να του φέρει,   
 σημάδι, που πόναε ακόμη από κουμπουριά,
                                                    [χάιδευε με το ένα, το μοναδικό του χέρι...                    
 ...κάτι μουρμούρισε, κάποιους σκυλόβρισε, άλλους μούτζωνε,
                                      [κοιτώντας ύστερα περίεργα και ερευνητικά εμένα,
 συννεφο-μουτσούνιασε... ηρέμησε... ξερόβηξε, 
                                      [κι άρχισε κομπιασμένα να εξιστορεί το είκοσι ένα: 

                       «Τα τέσσερα αδέλφια μου, πέσαν στα χρόνια του αγώνα    
                       και ‘γω ‘χασα το χέρι μου, τ’ αριστερό, απ΄τον αγκώνα                                 
                       γιατί των Τούρκων, το κοφτερό το γιαταγάνι,
                       σε κάποια μάχη στο παρακάτ’ ήθελε να με ξεκάνει.»     
                       
                       »Θα πάρουμε που λες ‘γγονέ τη Τριπολιτζά*, 
                        το φρούριο τ’ απόρθητο στη Μονεμβασιά, 
                        Νιόκαστρο κι Ακροκόρινθο με τη μία...
                        τάχαμε σπάσει όμως για την εξουσία, 
                        Ιούνιο μήνα του ‘21, για την αρχηγία
                        ή όχι, του Υψηλάντη Δημητρίου,
                        που έβλεπε ότι “επί θηριοτροφείου”, 
                        τον έστειλε ο Αλέξανδρος να ηγηθεί,                                                                             
                        πως η φαγωμάρα μας είναι διαχρονική,
                        και πολεμάμε τον αδελφό μας σαν εχθρό !

                       »Έτζι, μη φλυαρώ και τα πολυλογώ,
                         ο πρώτος καυγάς ξέσπασε ‘δώ…. 
   
                        - «Όχι Εσύ, αλλά Εγώ θα κυβερνώ...
                         Εγώ ωρέ λευτέρωσα τον τόπο αυτό»
                         να λέει άκουγες τον κλεφταρματωλό,
                         στον Κοτζαμπάση το ματσό,    
                         που απαντούσε όλο θυμό…»

                       - «Τί λες, για 400σιους χρόνους κυβερνώ,
                          οι Τούρκοι ωρέ με βάναν’ να διοικώ,
                          συνήθισα και θα το κρατήσω αυτό…»

                         «Πέρα για πέρα λέγαν αλήθεια εδώ
                         “αυτοί” ρουφάγαν το αίμα απ’ το λαό,
                          με βούρδουλα, χάψη* ή με το καλό.»
                                                        
                          »Οι Τούρκοι τους ανέθεταν το οικονομικό
                          και καθόριζαν ποιο μηνιαίο θέλανε ποσό…
                          οι κοτζαμπάσηδες όμως φουσκώναν φόρους,
                          και πλούτιζαν γδέρνοντας τους ραγιάδες όλους.»

                         »Μα η Εξουσία-Πηνελόπη δεν είχε μόνο 2 μνηστήρες,
                         άλλοι πολλοί στο παρασκήνιο δουλεύαν προικοθήρες,
                         οι ετερόχθονες από Ευρώπη, από Βαλκανική,
                         οι Φαναριώτες από την αριστοκρατία τη Βυζαντινή,
                         οι ηγεσίες Ρώσικη, Γαλλική και Βρετανική,
                        δια Ελλήνων αντιπροσώπων οι 3 τελευταίοι αυτοί.»
                   
              »Έτσι για χρόνια μεταξύ τους εκείνοι οι γαμπροί,                   
               θα σφάζονται αδίκως και ματαίως σαν παλαβοί.»                                  
 
               »Αμέτρητοι Έλληνες χαθήκαν μη ξέροντας το γιατί,
               σε εμφυλίους συνεχείς κι ανάθεμα αν κανείς,
               γνώριζε ποιους υπηρετούσε, ποιους επικεφαλείς,
               (όπως και τώρα δηλαδή….. αν το καλοσκεφτείς !)»

               »Κανείς βέβαια δεν γνώριζε ότι ο κύβος είχε ριφθεί,
               ότι η τράπουλα από τους Άγγλους είχε σημαδευτεί,      
               στη λέσχη Μαυροκορδάτου, επιμελώς και με σπουδή
               κι ίδιος αναλαμβάνει με ‘κείνους να συνεργαστεί.                              
               Σπουδαγμένος για των πόλεων τις οχυρώσεις,
               ικανός, όμως με γκρίζες ηθικοπολιτικές εκπτώσεις,    
               βέβαια ως προς αυτό διαφέρουν οι απόψεις,
               γνωστό είναι ότι “δίκιο κι αλήθεια έχουνε δύο όψεις”.»

              »Φαναριώτης ο Μαυροκορδάτος, μέλος της Φιλικής,
               απ’ αυτή την Εταιρεία των πατριωτών σταλείς            
               (αφού πάτησε επί πτωμάτων, κάποιοι ισχυριστήκαν,
               και πως ο σκοπός αγιάζει τα μέσα άλλοι είπαν),
               πήρε στα χέρια του ολάκερη την εξουσία
               δια αθεμίτων δε τρόπων… και με πονηρία
               οδήγησε με πάθος τη χώρα στην αγκάλη
               της Βρετανίας… αν όμως μετά κεφάλι
               βαρέσανε ή όχι οι Έλληνες στο τοίχο           
               δεν παίρνω θέση, τους ιστορικούς θ’ αφήσω
               να γράψει καθένας τα δικά του,  
               συνήθως, ανάλογα με τα συμφέροντά του…»         
                      
               »Στη Ρώσικη αγκαλιά ή στην Αγγλική ?
                το δίλημμα που μας προβλημάτιζε ‘κείνη τη εποχή,   
                μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα δηλαδή,     
                που θύμιζε το “σαρίκι ή τιάρα”, Τούρκοι ή Δυτικοί.»

               »Έτσι, απ’ τον Μαυροκορδάτο είχε επιλεγεί,
                στο Βρετανικό το άρμα η Ελλάδα να δεθεί.»
  
               »Θα σε γυρίσω πίσω τώρα ‘γγονέ, στα πολεμικά...
                ξέρεις που υπήρξε ο Λέων της Νεμέας, κατακεί μεριά,
                όπου πέντε Ηρακλείς, όλοι με περίσσια παλικαριά      
                Κολοκοτρώνης, Παπαφλέσσας, Υψηλάντης, Νικηταράς
                κι Αντώνης Κολοκοτρώνης, δότες γενίκανε χαράς,
                στο γένος μας το επί αιώνες βάναυσα τυραννισμένο.»                                        

               »Έπρεπε να διώξουμε τους τούρκους πάση θυσία
                γιατί μας φέρονταν λες ζώα νάμασταν, με απαξία,
                μας φτύναν, μας βρίζαν, μας μαστιγώναν άμα λάχει,
                ακόμα χειρότεροι οι τουρκαλβανοί, μετά και οι Φελάχοι...    
                Ποιοί Φελάχοι είπες !? οι Μισιρλίδες ντε, του Αλή οι μαύροι,
                πούφερε ο Ιμπραήμ αργότερα κι έγινε η ζωή μας μαύρη.»                       
                        
                »Με σχέδιο ευφυές του Γέρου, θάλεγες διαβολεμένο,
                 οι πατριώτες απ’ τα καπετανάτα των νέων Ηρακλέων,          
                 στα Δερβενάκια, στη Νεμέα σιμά, γράψαν τη νίκη των γενναίων,
                 τη πιο μεγάλη όντως του αγώνα, που ψήλωσε τον Ελληνισμό.»     

                 »Μετά που λευτερώθηκε ο Μοριάς ήτανε φανερό,
                 πως οι κοτζαμπάσηδες, σε μεγάλο φαίνονταν βαθμό,      
                  οι πλέον κατάλληλοι, γι αυτό το ρόλο τον ηγετικό, 
                  γνωρίζοντας διοίκηση, διπλωματία και μαλαγανιές
                  καθώς πολλά δεν ξέραν γράμματα οι πολεμιστές                 
                  πού να μάθουν, στων ελευθέρων ορέων τις σπηλιές ?                                 
                  Εκεί μεγάλωσαν και πήραν μεταπτυχιακό
                  πάνω στων όπλων και των σπαθιών το χειρισμό,
                  ήξεραν μόνο πόλεμο, δουλεύαν μισθοφόροι
                  στα ξένα και εδώ, του χάρου συνοδοιπόροι,                       
                  πώς να ασκήσουν διοίκηση, διπλωματία κυρίως,
                  που απαιτεί το κράτος και η πολιτική ομοίως ?»

                   »Αφούτανε όμως να αναλάβει προσωρινά
                   ο Υψηλάντης τα ηνία και να μας οδηγά,              
                   το δέχτηκαν όλοι ως την Εθνοσυνέλευση
                   του 1821 τον Δεκέμβριο με γενική προσέλευση...
                   κάπου σ’ Επίδαυρο, δεν τη θυμάμαι τη μεριά.»                                                        

                    »Πρώτη του Πρίτζηπα Δημήτριου οδηγία             
                    αμέσως μόλις ανέλαβε την αρχηγεία,
                    ήτανε... «Οφθαλμόν αντί Οφθαλμού, 
                    κι οδόντα αντί οδόντος...                 
                   “όλοι στ’ άρματα, ακόμη και ο Πόντος
                    (η πηγή επάνδρωσης του Λόχου του Ιερού),           
                    τζακίζετε Τούρκους, πρόκειται περί ιερού σκοπού,
                    τρία θα δίνω γρόσια για κάθε Τούρκου κεφαλή,
                     κανένα να μην αφήσει του Έλληνα το σπαθί, 
                     μα, δεν σπαθίζουμε ούτε τουρκάλα ούτε παιδί,            
                     στα όπλα οι γυναίκες μας, στα όπλα κι η νεολαία,
                     Κολοκοτρώνη Πάνο, πάρε του δίκιου τη ρομφαία,
                     και συ Κολοκοτρώνη Γενναίε ή Γιάννη
                     παιδιά του Θοδωρή, σβήστε το τουρκομάνι,                     
                     ό,τι μας κάναν το ίδιο θα τους κάνουμε 
                     κανείς μη μείνει, όλους να τους ξεκάνουμε,                                                              
                     το αίμα μας επίναν, μας αφανίζαν σαδιστικά,                  
                     ότ,ι μας πήραν, πίσω θα πάρουμε δικαιωματικά.»
                     
                      «Η αγανάκτηση ήταν τόση, ώστε στην Τριπολιτζά
                      δεν άφησαν Τούρκο ζωντανό οι επαναστάτες.»

                      »Μα στην Αυτοκρατορία σε σπίτια και σε στράτες
                      σε όλα τα μέρη όπου υπήρχανε γραικοί,
                      για αντίποινα αίμα χωρίς έλεος θα χυθεί,
                      κι ο ανθός του γένους μας θα συρθεί
                      σκλάβος ή στο Μισίρι ή στην Ανατολή.»
                            
                      »Τα πιότερα αντίποινα γίναν για το σηκωμό                       
                      κύρια σε Σμύρνη, Κυδωνίες, Κρήτη, Κω,  
                      Αδριανούπολη, Λάρισα, Θεσσαλονίκη, 
                      στη Ρόδο, στη Κύπρο, στο Ανδραμύτι…»    

                     »Σκοτώναν τα σώματά μας μα όχι τη ψυχή μας
                      κι ημαστάνε ήδη γκράτος με το σπαθί μας,
                      κι ας μη συμφωνεί κανείς μαζί μας...                 
                      κανένας ας μην μας αναγνωρίζει,
                      κι η Ευρώπη τις πλάτες της να μας γυρίζει.»

                      »Χωρίς των πρωταγωνιστών την έλευση,
                       έγινε λοιπόν της Επιδαύρου η Εθνοσυνέλευση,                            
                       με εκλέκτορες εκλεγμένους από κάθε περιοχή
                       στις εκκλησίες δια βοής, έβγαινε ό,τι ‘θελε η Αρχή,
                       ο κοτζάμπασης τον εαυτό του δηλαδή κι άντε τώρα,
                       να μη ψηφίσεις τ’ αφεντικό...(!), έτσι, πληθώρα   
                       μάζευαν ψήφους, τάχα λεύτερα απ’ το λαό ! »  
           
                       »Με κοτζαμπάσηδες ολούθε, ένα σωρό,
                       άρχισε η Εθνοσυνέλευση κάποια φορά,
                       και με Φαναριώτες Έλληνες από τη διασπορά,                                        
                       αφήνοντας δε εκτός, τους στρατιωτικούς,
                       ορίσαν κυβέρνηση με μέλη μόνο απ’ αυτούς !»

                       »Μπαρούτι γίνονται οι πρωταγωνιστές
                       του αιματηρού αγώνα οι μαχητές,                                                           
                       έτσι κι αρχίζει ο μεγάλος διχασμός
                       σε λίγο τον αδελφό του…. ο αδελφός
                       θα τον σκοτώνει χωρίς να ξέρει ο καψερός,                                                      
                       πως δεν το κάνει για την πατρίδα,
                       μα ποιός θα πάρει της εξουσίας τη παρτίδα...»                      

                       »Πρέπει και του στραβού το δίκιο να ειπωθεί
                       στην επανάσταση είχανε αγωνιστεί,
                       κι οι κοτζαμπάσηδες κι οι Φαναριώτες                               
                       όρα Μαυροκορδάτο*, ωσάν απλοί στρατιώτες
                       στο Μεσσολόγγι κι αλλού μ’ άλλους πατριώτες                                       
                       ενώ η γενναία Υδραία εφοπλιστίνα,
                       του Πινότση η Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα,                          
                       πολέμησε σε θάλασσα και σε στεριά,
                       κι ένα παιδί της στη μάχη έπεσε για τη λευτεριά,                                                           
                       μαζί και ο Μαυρομιχάλης Πιερράκος απ’ τη Μάνη.»
                       
                      »Όποιος είν’ δίκαιος, τα γενομένα όλα τα βάνει...»
                      πρόσθεσε ο πρόπαππους μου και πιάνει                                      
                      πάλι ‘κείνο το παλιό του τραύμα από γιαταγάνι
                      που 4 χρόνια πια, κι ακόμα αυτό να γιάνει !                                           
                                                                                                               
                      «Σε κάποιο κονκλάβιο της Α΄ Εθνοσυνέλευσης φροντίσαν
                      κι όλους σχεδόν τους ετερόχθονες Φιλικούς τελείως αγνοήσαν,
                      γιατί γνωρίζαν πως δαύτοι δικαιούνταν την εξουσία,
                     “εκείνοι” που μια πεθαμένη, εδώ και 23 αιώνες στην ουσία,
                      μία νεκρή Ελλάδα ανέστησαν, “διδάσκοντας ιστορία” 
                      σ’ όλους τους Έλληνες, που ως φαίνεται την είχανε ξεχάσει !»

                     »Τους έμαθαν “ποιοί είναι”, ποιών προγόνων, και πως στη χάψη*
                     που γεννήθηκαν εκεί και θα πεθάνουν, εάν δεν πιάσουν τ’ άρματα...
                     πως πάντα πιο λίγοι οι πρόγονοι, μα κάναν πράματα και θάματα.
                   
                     »Διώξανε και τον Σέκερη, Κωνσταντινούπολη να πάει, 
                     που το ‘18 με τα λεφτά του ουσιαστικά η Εταιρία αρχινάει
                     του απελευθερωτικού πολέμου τη προετοιμασία,
                     του σηκωμού μας, του γένους μας την παλιγγενεσία.

                     »Βρε αρχολίπαροι ξεχάσατε ποιοί μαζέψαν τα λεφτά...
                     ποιοί πληρώναν τα καπετανάτα, ποιοί άναψαν τη φωτιά,
                     ποιοί στέλναν θειάφι στους μπαρουτόμυλους της Δημητσάνας,
                     ποιος Φιλικός θυσιάστηκε στη γέφυρα της Αλαμάνας,                 
                     ποιός Φιλικός παπάς σήκωσε το Μοριά κι αρχίσαν ντουφεκιές,                  
                     ποιοί στέλναν βόλια, και απαραίτητα εφόδια στους μαχητές,
                     ποιοί Φιλικοί κομίζαν, του Υψηλάντη τη ψυχή, με κίνδυνο ζωής 
                     το μαγικό ιδιόγραφο πού... όπου Έλληνας επί της σκλάβας γης,                   
                     μπολιάζονταν με Λεωνίδα της Σπάρτης και της Αθήνας Θεμιστοκλή, 
                     άρπαζε το καριοφίλι και ζωνόταν με τις πιστόλες και το σπαθί ?»
                
                    »Το 1822 όρισε η Εθνοσυνέλευση τον Μαυροκορδάτο πρωθυπουργό,
                    αντί τον Δημήτριο Υψηλάντη που όλοι θέλαν, μα ποιός ακούει το λαό?»
                                                                     
                    »Παρά τον άνισο αγώνα οι Έλληνες δεν ηττώνται κι η οικουμένη
                    να πιστέψει δυσκολεύεται, “πως και γιατί” αναρωτιέται απορημένη,  
                    ‘κείνο δε πούκανε όλα τα μάτια προς την Ελλάδα να στραφούν,                   
                    ήτανε σαν ο Κανάρης έκανε τους 2.000 Τούρκους ναύτες να χαθούν
                    με τη ναυαρχίδα τους στη Χίο, μ’ ένα μπουρλότο να ανατιναχτούν…»

                    »Νικάμε μα και νικιόμαστε, γιατί απ’ του Κανάρη λίγο μετά,
                    Ιούλιο μήνα, τρώμε έναν, που μας στραπατσάρισε, ντουβρουτζά,
                    στο Πέτα, ένα χωριό, κοντά στην Άρτα, λίγο βορειοανατολικά,       
                    όπου η υπό τον άπειρο Μαυροκορδάτο ελληνική στρατιά
                    ηττήθηκε απ’ τους Τούρκους, την διέλυσαν κυριολεκτικά.»

                    »Οχτώβρη του ίδιου χρόνου, της Ιεράς Συμμαχίας οι ισχυροί,
                    κάναν το Τέταρτο Συνέδριο τους, στη Βερόνα είχαν συναντηθεί.»

                    »Πήγαν εκπρόσωποι της Κυβέρνησης, κάποια βοήθεια να ζητηθεί   
                    μα κανένας Ευρωπαίος δεν δέχτηκε ούτ’ έναν τους να ιδεί…                      
                    πήγαμε και στον Πάπα, το πολυθρύλητο, που συμμετείχε κι αυτός εκεί,
                    ξανά-μανά το παραμύθι το Βυζαντινό, “...ότι θα γίνουμε Καθολικοί
                    εάν τους πείσει να βάλουν ένα χέρι να φύγουν οι Οθωμανοί.”
                    Μούγκα κι αυτός, δεν ξέρω αν “ένιψε τάς χείρας του” ή κάτι είχε πει.»

                   »Στο τέλος αποφασίσανε για άλλους…. χωρίς τους “άλλους”,
                   και για εμάς χωρίς “εμάς”… τους Έλληνες είπαν “καρμπονάρους”,
                   που δεν θέλουνε με τίποτα τη λέξη Βασιλιάς ν' ακούνε…               
                   πως για ισότητα, ελευθερία κι αδελφότητα  πολεμούνε,
                   πως έχουνε ιδέες Γάλλων αβράκωτων και είναι οι πιο πολλοί
                   θαυμαστές του Μπαμπέφ, της “Συνωμοσίας των Ίσων” δηλαδή,                               
                   αποφασίσαν δε καμιά βοήθεια σ’ αυτά τα κινήματα τα συνωμοτικά,
                   (σαν νάλεγαν, οι τύποι, στον Σουλτάνο “σφάξε τους παραδειγματικά”.»
 
                  »Άδικο βέβαια δεν είχαν οι Φράγκοι καρμπονάρους να μας θεωρούν,
                  αφού όντως είμαστε... και οι πάντες εύκολα μπορούσανε να το δουν,            
                  κι οι φοροεισπράκτορες, άρχοντες κοτζαμπάσηδες ήτανε η αιτία
                  που έτρεφε μίσος ο λαός βλέποντας να συμμετέχουν στη τυραννία,  
                  και θεωρούσε ότι έπρεπε σε πρώτη ευκαιρία να τους σκοτώσει !                           
                  Μα ευτυχώς τους συγκρατούσε ο Κολοκοτρώνης που τούχε κόψει
                  πως αν γινόταν “αυτό” θα σκλαβωνόμασταν πάλι και πλέον οριστικά,
                  γιατί σαν καρμπονάρους οι Φράγκοι θα μας δίναν στη Τουρκιά.»              
            
                 »Μπήκε το ‘23 με την Πελοπόννησο λεύτερη, Ελληνική, 
                 όμως στα κάστρα της οι Τούρκοι ακόμη δεν είχαν νικηθεί,
                 σε Πάτρα, Κόρινθο, Μεθώνη και Κορώνη ήταν εκεί,
                 δεν πολυσκάγαν όμως οι αρχόντοι αλλού ‘χανε τη προσοχή,
                 γιατί η κόντρα απ’ το 21 στρατιωτικών-πολιτικών καλά κρατεί !                                 
                 Οι άνομες πράξεις οπαδών, η αυθαιρεσία κυβερνητικών,
                 και η διαχείριση των χιλιάδων δανεικών Αγγλικών χρυσών λιρών,
                 οδήγησαν στη τελική αναμέτρηση μεταξύ δύο Ελληνικών στρατών.»

                 »Ο χρόνος τέλειωσε με καυγάδες, δεν συνεπλάκησαν κανονικά,
                 όμως το ‘24 ξεσάλωσαν... δυο εμφύλιοι ξεσπάσαν στη σειρά:   

                 Το δίμηνο Φεβρουαρίου - Μαρτίου δόθηκαν μάχες σκληρές
                 σε Αρκαδία, σε Αργολίδα, και διάφορες άλλες περιοχές,                 
                 οι αντικυβερνητικοί του Κολοκοτρώνη ηττηθήκαν, συμβιβαστήκαν,
                 την Κυβέρνηση Γεωργίου Κουντουριώτη θέλαν δε θέλαν τη δεχτήκαν,
                 και τον Ιούνιο του ‘24 όλοι οι ηττημένοι αμνηστευτήκαν.»       
                                                  
                »Τρεις τέσσερις περάσαν μήνες κι οι Έλληνες ξαναρπαχτήκαν,
                οι Υδραίοι είναι τώρα ισχυροί κι οι κοτζαμπάσηδες παραμεριστήκαν,
                προνόμια, όπως η είσπραξη των φόρων, για πάντα πλέον χαθήκαν,
                “πάν’ τα κεκτημένα”, το φύσαγαν... δεν κρύωνε, μπαρούτι εγινήκαν,
                … κι άρχισε να μην δίνει φόρους στη Κυβέρνηση πρώτη η Μεσσηνία,
                 στέλνουνε τον μινίστρο Παπαφλέσσα με ασκέρι να εισπράξει με τη βία, 
                 οι κοτζαμπάσηδες τακιμιάζουν με του Μοριά τους στρατιωτικούς, 
                 επιτίθενται, νικούν, και κακήν κακώς διώχνουν τους κυβερνητικούς,
                 ο δεύτερος εμφύλιος είν’ γεγονός... κι οι Τούρκοι χαίρονται πολύ γι αυτό.»
        
                 »Ο Κουντουριώτης φτιάνει μεγάλο ρουμελιώτικο μισθοφορικό στρατό
                  με χρήματα του δανείου, σε Γκούρα και Καραϊσκάκη δίνει την αρχηγεία, 
                  νικιώνται οι Πελοποννήσιοι, αμέτρητοι νεκροί, καταστροφές, λεηλασία,
                  Κολοκοτρώνης και οι περί αυτόν φυλακίζονται με συνοπτική διαδικασία.»                            
                »Έτζι τελειώσαν (?) οι Έλληνες τις εμφύλιες αιματηρές διαμάχες,
                 όμως έτζι τελειώσαν και την Ελλάδα, λες κι ήτανε τίποτα βλάκες…
                 γιατί μόλις μας αναγνώρισε το 1823 η Βρετανία, έστω εμμέσως,
                 αντί όπως νικούσαμε ήδη, να ενωθούμε σα μιά γροθιά, κι αμέσως
                 να διώξουμε τελειωτικά απ’ την πατρίδα μας τους Οθωμανούς…
                 για “ποιός” τους φόρους θα εισπράττει, “ποιός” θα ορίζει τους δασμούς,
                 και “ποιός” τα “οικόπεδα” θα πρωτοπάρει πούχανε πριν Ασιάτες                       
                 παραμελήσαμε τα πάντα, γίναμε από δυό χωριά χωριάτες,
                 αποδεκατιστήκαμε, ξανάρθαν οι κατακτητές, και γέμισαν οι στράτες
                 από προσφυγο-πανικόβλητα γυναικόπαιδα, ενώ άνισες μάχες,
                 που τις χάναμε, δίναμε με δυό πανίσχυρους στρατούς, δύο Μονάρχες
                 Σουλτάνο και Άλι... που του ανίσχυρου πια γένους τρώγαν τις σάρκες !»

                »Ο Ιμπραήμ είχε καταλάβει τη μισή Πελοπόννησο, ο Κιουταχής
                πολιορκούσε το Μεσολόγγι, και δεν μας φτάναν όλα τα δεινά θαρρείς...              
                 ...αφού εγκαταλείψαμε, το ‘24 άρον άρον την Τρίπολη στους Μισιρλίδες
                 μας θέριζε ο τύφος, πλάκωσε κι η πανούκλα το ‘25, τί πλέον ελπίδες
                 το γένος μας να τρέφει ? Τίποτα δεν φαινόταν πως θα μας έσωνε,
                 ο Αιγυπτιακός στρατός σκότωνε, έκαιγε, το γένος μας το ξέκανε,
                 βίαζαν, μωρά πετούσανε ψηλά, τάκοβαν στον αέρα και κάναν χάζι
                 καμαρώναν δε για το σπαθί τους... η απανθρωπιά παντού καλπάζει !»
 
                »Λευτέρωσαν τον Γέρο οι καλαμαράδες γιατ’ είχανε πια κατανοήσει
                τον κίνδυνο που διέτρεχε η πατρίδα... αλλά αλλοίμονο είχαμ’ αργήσει….!»             
           
                Ήντουνε καταφάνερο, αδικοχανόταν ο ηρωικός μας Εθνικός Ξεσηκωμός,
                και τότε οι εμφυλιομανείς προεστοί και στρατιωτικοί, φταίχτες που ο λαός
                έμεινε από δυνάμεις, απ’ την Αγγλία ματαίως ζητούν με υπογραφές
                νάμαστε προτεκτοράτο»... δάκρυσε ο παππούς, μα είναι να μην κλαίς?             

                «Όμως μετά την “άρνησή”  των Βρετανών, τους δυό φονιάδες
                συνεχίσαμε να πολεμούμε μόνοι… Δαυίδ με δύο Γολιαθ-άδες !» 

              »Στην οχύρωση “Μάρκος Μπότσαρης” έχασα τη μισή ζωή μου,
               σώθηκε η υπόλοιπη παρά τα βόλια ξυστά στη κεφαλή μου
               στο Μεσολόγγι…. όταν αφήκαμε τις άπαρτες τις ντάπιες,
               σαν νοιώσαμε ότι σβήναμε από εξάντληση, πείνα και κακοπάθειες 
               και κάναμε Έξοδο σε τρεις κολώνες, εγώ ‘μουν στου Κίτσου του Τζαβέλα,       
               περάσαμε μόνο 1.300, όλων με κόκκινη από αίμα ως και τη φουστανέλα... 

               »Αποσώνοντας εγγονέ θέλω να πω ότι “αυτό” ήταν το δικό μου εικοσιένα,
               όχι κείνο με τις φιέστες και τα “στολισμένα” λόγια τα ατάκτως ερριμμένα,
              πριν να μακιγιάρουν τα γεγονότα διαστρεβλωτές συμφεροντολογοψεύτες,
               και υποψιάζομαι ότι στο μέλλον θα παρασημοφορηθούν όλοι οι φταίχτες,
               που ενώ σ' Ανατολή και Δύση, Βορά και Νότο, σ’ όλη την αυτοκρατορία
              μας σφάζαν Τούρκοι, σφάζαν και Έλληνες τους ΄Ελληνες από φιλαρχία.»

               »Προβλέπω επίσης πως κάποιοι απόγονοι τις ανθρωποθυσίες για εξουσία
               με ανηθικότητα, όχι μόνο θα συνεχίσουν, μα θα τις κάνουνε θρησκεία.»


* Στα απομνημονεύματά του ο Κολοκοτρώνης στη σελίδα 88 γραμμή 21η, αναφέρει επί λέξει:
«Ο Λαός είχε πάντοτε σκοπό να σκοτώσει τους Άρχοντες...».Το ότι δεν συνέβη οφείλεται στον Κολοκοτρώνη, που ευτυχώς τους απέτρεπε από το να το πραγματοποιήσουν εξηγώντας τους υπομονετικά ότι η εκτέλεσή τους θα έστρεφε Ευρωπαίους και Ρώσους εναντίον μας και δεν θα είχαμε καμιά ελπίδα να ελευθερωθούμε…         


     

 ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ - ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

* Υψηλάντης Αλέξανδρος, ποντιακής καταγωγής πρίγκιπας, γιος του Κωνσταντίνου
Υψηλάντη (σελ. 273) και της Ελισάβετ Βακαρέσκου. Εγγονός του Αλεξάνδρου, ηγεμόνων της Μολδοβλαχίας, στρατηγός του τσαρικού στρατού, αρχηγός της Φιλικής Εταιρείας και πολιτικός αρχηγός της Επαναστάσεως του 1821, υπήρξε από τις πιο τραγικές και συνάμα ιερές μορφές του αγώνα. Γεννήθηκε το 1792 στην Κωνσταντινούπολη, με μικρότερο αδελφό τον Δημήτριο. Η ρίζα των Υψηλαντών βρίσκεται στην Τραπεζούντα του Πόντου και την αυτοκρατορική οικογένεια των Κομνηνών. Μετά την άλωση της Πόλης και της Τραπεζούντας, οι Κομνηνοί πρόσθεσαν στο επίθετό τους και το Υψηλάντης.
Το 1810 κατατάχτηκε με το βαθμό του ανθυπίλαρχου (ανθυπολοχαγός του Ιππικού) στο σώμα των εφίππων σωματοφυλάκων του Τσάρου Αλέξανδρου Α΄ της Ρωσίας. Διακρίθηκε στους πολέμους κατά του Ναπολέοντα, όπου στη μάχη της Δρέσδης (27 Αυγούστου 1813 ν.ημ.) έχασε το δεξί του χέρι (21 ετών).
Το 1814-1815 συμμετείχε και αυτός ως μέλος της αυτοκρατορικής ακολουθίας στο Συνέδριο της Βιέννης με το βαθμό του υποστρατήγου. Τα πατριωτικά του αισθήματα ήταν γνωστά κυρίως στους Φιλικούς, αφού σε στενούς κύκλους Ελλήνων και Φιλελλήνων είχε δηλώσει πως «οι συμπατριώτες του θα έπρεπε να υπολογίζουν στη συνδρομή του, αν τυχόν παρουσιαζόταν κάποια ευκαιρία.» Μετά την άρνηση του να αναλάβει αρχηγός της Φιλικής Εταιρείας, μεσολάβησε ο Φιλικός Κων. Καντιώτης, υπάλληλος του Καποδίστρια να φέρει σ' επαφή τον Εμ. Ξάνθο με τον εξάδελφο των Υψηλάντηδων, Ιωάννη Μάνο, προκειμένου να συναντηθεί και να πείσει τον Πρίγκηπα Αλέξανδρο Υψηλάντη.
Ο Ξάνθος πανευτυχής περιγράφει: «Στη συνάντηση εκείνη στην Πετρούπολη στις 11 Απριλίου 1820 (παλαιό ημερολόγιο), ο Υψηλάντης με δέχθηκε με ευγένεια και, ύστερα από κάποιες ερωτήσεις για την καταγωγή του και διάφορες άλλες υποθέσεις, μου ζήτησε να μάθει πώς περνούν οι Έλληνες. Του απάντησα ότι οι Τούρκοι τούς τυραννούν και η τυραννία αυτή έχει γίνει πλέον αφόρητη». Ακολουθεί ο διάλογος:
Υψηλάντης: «Γιατί οί Έλληνες δέν προσπαθούν να ενεργήσουν ώστε, άν δέν δύνανται νά έλευθερωθούν άπό τόν ζυγόν, τουλάχιστον νά τόν έλαφρώσουν;»
Ξάνθος: «Πρίγκιψ, μέ ποία μέσα καί μέ ποίους όδηγούς νά ένεργήσωσιν οί δυστυχείς Έλληνες τήν βελτίωσιν τής πολιτικής των καταστάσεως; Αύτοί έμειναν εγκαταλελειμμένοι άπό έκείνους, οίτινες έδύναντο νά τούς όδηγήσωσι, διότι όλοι οί καλοί όμογενείς καταφεύγουν είς ξένους τόπους καί άφήνουν τούς όμογενείς των ορφανούς. Ιδού ό Κόμης Καποδίστριας ύπηρετεί τή Ρωσίαν, ό μακαρίτης πατήρ σας κατέφυγε έδώ καί ό Καρατζάς είς τήν Ίταλίαν, ύμείς ό ίδιος ύπηρετούντες τήν Ρωσίαν έχάσατε ύπέρ αυτής τήν δεξιάν χείρα σας, καί άλλοι ίσοι καλοί καταφεύγοντες είς τήν χριστιανικήν Εύρώπην μένουν έκεί, χωρίς νά φροντίζουν διά τούς δυστυχείς άδελφούς των.»
Υψηλάντης: «Άν Έγώ έγνώριζον ότι οί όμογενείς μου είχον άνάγκην άπό έμέ καί έστοχάζοντο, ότι έδυνάμην νά συντελέσω είς τήν εύδαιμονίαν των, σού λέγω έντίμως, ότι ήθελον μετά προθυμίας κάμω κάθε θυσίαν, άκόμη καί τήν κατάστασίν μου, καί τόν έαυτόν μου θά έθυσίαζον 'υπέρ αύτών».
Ξάνθος: (σηκώνεται όρθιος και συγκινημένος): «Δός μοι Πρίγκιψ, τήν χείρα σας είς βεβαίωσιν τών όσων έκφράσθητε».
Κοιτάζοντάς τον κατάματα ο Υψηλάντης με θαυμασμό τού έδωσε το χέρι του. Ο Υψηλάντης, ενθουσιώδης μεν πατριώτης, αν και χωρίς ιδιαίτερη πολιτική πείρα, δεν άργησε να κυριευθεί από το δραματικό τόνο της φωνής του Ξάνθου, καθώς και από το δικό του ενθουσιασμό και τη βαθιά πίστη του στα όνειρα του ελληνικού έθνους.
Έτσι η αποστολή του ενός είχε εκπληρωθεί, ενώ οι φιλοδοξίες του άλλου, να γίνει ο ελευθερωτής του έθνους του, άρχισαν να πραγματοποιούνται. Ο Ξάνθος φανέρωσε στον πρίγκηπα τα μυστικά της Φιλικής Εταιρείας και εκείνος με συγκίνηση και ενθουσιασμό κατηχείται και ορκίζεται κατά το τυπικό της εταιρείας, όπου και αναγνωρίζεται Γενικός Επίτροπος της Αρχής.
Του δόθηκε το ψευδώνυμο «Καλός» και τα γράμματα του ελληνικού αλφαβήτου «α.ρ.» για να υπογράφει τις επιστολές του. Την ίδια εκείνη ημέρα μεταξύ του Υψηλάντη και του Ξάνθου υπογράφτηκε ένα έγγραφο, το οποίο επικύρωνε την ανάληψη από τον πρώτο, της ηγεσίας, όχι της "Φιλικής", αλλά της "Ελληνικής Εταιρείας". Η Φιλική Εταιρεία είχε πλέον τον Αρχηγό της (Πετρούπολη 12 Απριλίου 1820).

* Μολδαβία, Με τη σύνθετη ονομασία Μολδοβλαχία χαρακτηρίζονταν επί τουρκοκρατίας και λίγο πριν την Ελληνική Επανάσταση του 1821 οι ανατολικές παραδουνάβιες χώρες, (Ηγεμονίες), της Βαλκανικής, η Μολδαβία και η Βλαχία, που αποτελούσαν τότε επικυρίαρχα τμήματα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Οι παραδουνάβιες αυτές χώρες αποτελούσαν για τους Έλληνες τόπους οικείους στους οποίους μετανάστευαν και εγκαθίσταντο μόνιμα ή παρεπιδημούσαν επαγγελματικά ως λόγιοι, κληρικοί, έμποροι, αλλά και ως μισθωτές κτημάτων των Βογιάρων (μεγαλοκτηματιών). Μ΄ αυτούς εξαπλώνονταν και ο ελληνικός πολιτισμός σ΄ αυτές. 
 


Ειδικότερα με την υποστήριξη των Φαναριωτών Ηγεμόνων, ο εξελληνισμός στην περιοχή είχε προχωρήσει και στα ανώτατα κοινωνικά στρώματα, όπως επίσης και ο εξευρωπαϊσμός. Πολλοί μάλιστα Βογιάροι μιλούσαν και έγραφαν ελληνικά και ορισμένοι γαλλικά και γερμανικά.
Η Μολδοβλαχία αποτελούσε κυρίως καταφύγιο όλων των καταδιωγμένων από τους Τούρκους Ελλήνων του ελλαδικού χώρου και τούτο από ένα σπουδαίο λόγο.
Σύμφωνα με τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου (1812) η Τουρκία δεν είχε το δικαίωμα μεταφοράς στρατού στις χώρες αυτές χωρίς προηγούμενη άδεια της Ρωσίας. Οποιαδήποτε παραβίαση αυτού του όρου θα προκαλούσε Ρωσοτουρκικό πόλεμο.
Αυτός ήταν και ο λόγος που ξεκίνησε η οργάνωση της επανάστασης των Ελλήνων απ΄ αυτή την περιοχή τόσο εκ μέρους των μυημένων στη Φιλική Εταιρεία όσο και από τον Αλεξ. Υψηλάντη.




    

* Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα με καταγωγή από την Κωνσταντινούπολη γεννήθηκε, μέσα στις φυλακές της Κωνσταντινούπολης στις 11 Μαΐου 1771, όταν η μητέρα της Σκεύω 
επισκέφτηκε τον σύζυγό της, Σταυριανό Πινότση, τον οποίο είχαν φυλακίσει οι Οθωμανοί για τη συμμετοχή του στα Ορλωφικά (1769-1770). 
Την βάφτισε και της έδωσε το όνομά της εκεί ο φυλακισμένος πολέμαρχος της Μάνης, Παναγιώτης Μούρτζινος.  Μετά τον θάνατο του Πινότση στη φυλακή, μητέρα και κόρη επέστρεψαν στην 'Υδρα. Μετακόμισαν στις Σπέτσες 4 χρόνια αργότερα, όταν η μητέρα της παντρεύτηκε τον Δημήτριο Λαζάρου Ορλώφ. Από την ένωση αυτή η Μπουμπουλίνα απέκτησε οκτώ ετεροθαλή αδέρφια. 
   Όταν χήρεψε για δεύτερη φορά κατάφερεμε σωστή διαχείριση και εμπορικές δραστηριότητες, να αυξήσει κι άλλο την ήδη μεγάλη περιουσία την οποία είχε κληρονομήσει από τους συζύγους της, έχοντας υπό την κατοχή της πλοία, γη και χρήματα (τα μετρητά που είχε κληρονομήσει από τον Μπούμπουλη ήταν πάνω από 300.000 τάλαρα. 
   Αρχικά έγινε συνέταιρος σε αρκετά πλοία ενώ αργότερα κατασκεύασε τρία δικά της, το ένα από τα οποία με το όνομα Αγαμέμνων πήρε μέρος στην Ελληνική Επανάσταση του
1821, μήκους 48 πήχεων και έχοντας 18 κανόνια, η ναυπήγηση του οποίου κόστισε 75.000 τάλαρα. Το όνομα αυτό το έδωσε στη ναυαρχίδα της από τον ομηρικό βασιλιά των Μυκηνών, Αγαμέμνονα, που οδήγησε τους Έλληνες στον Τρωικό πόλεμο. 
   Το 1816 η Οθωμανική Αυτοκρατορία θέλησε να κατασχέσει την περιουσία της με τη δικαιολογία ότι τα πλοία του δεύτερου άντρα της, συμμετείχαν με τον ρωσικό στόλο στον Ρωσοτουρκικό πόλεμο, μετά απὀ καταγγελίες συγγενών της, που εποφθαλμιούσαν την περιουσία της. Τότε η Μπουμπουλίνα πήγε στην Κωνσταντινούπολη με το πλοίο της Κανάκης, όπου συνάντησε τον Ρώσο, Φιλέλληνα πρεσβευτή Στρογκόνωφ, από τον οποίο ζήτησε να την προστατέψει επικαλούμενη τις υπηρεσίες του συζύγου της στον ρωσικό στόλο
και το γεγονός ότι τα πλοία της είχαν τότε ρωσική σημαία, βάση της Συνθήκης Κιουτσούκ-Καϊναρτζή μεταξύ Ρωσίας και Τουρκίας, το 1774. Τότε εκείνος για να την σώσει από την επικείμενη σύλληψή της από τους Τούρκους, την έστειλε στην Κριμαία της νότιας Ρωσίας, στη Μαύρη Θάλασσα, σε ένα κτήμα που της δόθηκε από τον Τσάρο Αλέξανδρο Α'. Πριν όμως πάει εκεί, κατάφερε να συναντήσει τη μητέρα του Σουλτάνου Μαχμούτ Β΄, την Βαλιντέ Σουλτάνα. Η Σουλτάνα εντυπωσιάστηκε από τον χαρακτήρα της Μπουμπουλίνας και έπεισε τον γιο της να υπογράψει φιρμάνι, με το οποίο δεν θα άγγιζε την περιουσία της και δεν θα την συνελάμβανε. Η Μπουμπουλίνα αφού έμεινε στην Κριμαία για περίπου τρεις μήνες περιμένοντας να ηρεμήσει η κατάσταση, έφυγε για στις Σπέτσες όταν κατάλαβε ότι ο κίνδυνος είχε πλέον απομακρυνθεί.
   Έχοντας γίνει ήδη μέλος της Φιλικής Εταιρείας στην Κωνσταντινούπολη, που προετοίμαζε την ελληνική επανάσταση, και όντας η μόνη γυναίκα που μυήθηκε σε αυτή, στον κατώτερο βαθμό μύησης αφού οι γυναίκες δεν γίνονταν δεκτές, καθώς γυρνούσε στις Σπέτσες, αγόραζε μυστικά όπλα και πολεμοφόδια από τα ξένα λιμάνια, τα οποία μετά έκρυψε στο σπίτι της, ενώ ξεκίνησε την κατασκευή του πλοίου Αγαμέμνων, της ναυαρχίδας της, η οποία ολοκληρώθηκε το 1820. Για τη ναυπήγηση του Αγαμέμνονα καταγγέλθηκε στην Υψηλή Πύλη ότι ναυπήγησε κρυφά πολεμικό πλοίο, αλλά η Μπουμπουλίνα κατάφερε να ολοκληρώσει την κατασκευή του δωροδοκώντας τον απεσταλμένο Τούρκο επιθεωρητή στις Σπέτσες και πετυχαίνοντας την εξορία αυτών που την κατήγγειλαν. 
   Όταν ξεκίνησε η ελληνική επανάσταση, είχε σχηματίσει δικό της εκστρατευτικό σώμα από Σπετσιώτες, τους οποίους αποκαλούσε «γενναία μου παλικάρια». 
Είχε αναλάβει να αρματώνει, να συντηρεί και να πληρώνει τον στρατό αυτό μόνη της όπως έκανε και με τα πλοία της και τα πληρώματά τους, κάτι που συνεχίστηκε επί σειρά ετών και την έκανε να ξοδέψει πολλά χρήματα για να καταφέρει να περικυκλώσει τα τουρκικά οχυρά, το Ναύπλιο και την Τρίπολη. Έτσι τα δύο πρώτα χρόνια της επανάστασης είχε ξοδέψει όλη της την περιουσία.    
Μετά την κατάληψη του Ναυπλίου από τους Έλληνες στις 30 Νοεμβρίου 1822, το νεοσύστατο κράτος της έδωσε κλήρο στην πόλη ως ανταμοιβή για την προσφορά της στο έθνος και η Μπουμπουλίνα εγκαταστάθηκε εκεί. 
   Στα τέλη του 1824, η Ελλάδα υποφέρει από τον δεύτερο εμφύλιο πόλεμο, όπου η Κυβέρνηση Κουντουριώτη (η κυβέρνηση των Πλοιάρχων των νησιών) υπερισχύει του συνασπισμού των Προεστών και των Στρατιωτικών της Πελοποννήσου, με αποτέλεσμα ο Πάνος Κολοκοτρώνης, που διατελούσε φρούραρχος Ναυπλίου, να δολοφονηθεί και ο Κολοκοτρώνης να συλληφθεί και να φυλακιστεί μαζί με άλλους οπλαρχηγούς σε ένα μοναστήρι της Ύδρας, τον Προφήτη Ηλία. 
   Η Μπουμπουλίνα αντέδρασε και ζήτησε την αποφυλάκιση του Κολοκοτρώνη, λόγω του σεβασμού που έτρεφε προς αυτόν.
Κρίνεται όμως επικίνδυνη από την Κυβέρνηση και συλλαμβάνεται δύο φορές από το Υπουργείο Αστυνομίας, με εντολή να φυλακιστεί. Τελικά η Μπουμπουλίνα εξορίστηκε στις Σπέτσες χάνοντας τον κλήρο γης, που το Κράτος της είχε παραχωρήσει στο Ναύπλιο.
   Το 1825 η Μπουμπουλίνα ζούσε στις Σπέτσες, πικραμένη από τους πολιτικούς και την εξέλιξη του Αγώνα και έχοντας ξοδέψει όλη την περιουσία της στον πόλεμο, η Ελλάδα βρέθηκε ξανά σε μεγάλο κίνδυνο. Στις 12 Φεβρουαρίου ο Αιγύπτιος ναύαρχος Ιμπραήμ Πασάς με έναν τουρκοαιγυπτιακό στόλο, αποβιβάστηκε στο λιμάνι της Πύλου στην Πελοπόννησο με 4.400 άντρες, σε μια τελευταία προσπάθεια να σταματήσει την επανάσταση. Ενώ η Μπουμπουλίνα άρχισε να προετοιμάζεται για να αντιμετωπίσει τον Ιμπραήμ, σκοτώθηκε σε συμπλοκή στις 22 Μαΐου 1825. 

* Πετμεζαίοι, σπουδαία Καλαβρυτινή οικογένεια, μέλη της οποίας διακρίθηκαν στην πολιτική, τον στρατό, τα γράμματα κ.α. Οι γόνοι αυτής διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο στα Ορλωφικά και την επανάσταση του 1821.
Με το ξεκίνημα της επανάστασης ανασυγκρότησαν το στρατιωτικό τους σώμα και έλαβαν μέρος σε αρκετές μάχες με επιτυχία. Μετά την επανάσταση οι Πετιμεζάδες ασχολήθηκαν με την πολιτική και εκλεγόταν βουλευτές συνήθως στην επαρχία Καλαβρύτων.

* Ιωάννης Παπαδιαμαντόπουλος, Η μύηση του Παπαδιαμαντόπουλου στη Φιλική Εταιρεία έγινε στη Πάτρα το 1819 και την περιγράφει ο Ιωάννης Φιλήμων. Στις 21 Φεβρουαρίου του ‘21 εισφέρει στην «Κάσα της Εταιρείας του Γένους» το ποσό των 7.000 γροσίων. Καταρτίζει ένα σώμα ενόπλων από πενήντα έμμισθους στρατιώτες. Στις 21 Μαρτίου ένοπλοι τούρκοι στρατιώτες βάζουν φωτιά στο αρχοντικό του για το οποίο είχαν υποψίες και πληροφορίες πως μέσα σ’ αυτό έκρυβαν όπλα. Φλόγες αρχίζουν να το περικυκλώνουν. 
   Η σύρραξη γενικεύεται και οι Οθωμανοί αναγκάζονται να καταφύγουν στο κάστρο της πόλης. Το ίδιο βράδυ της σύγκρουσης ο Παπαδιαμαντόπουλος πήγε στο Μοναστήρι του Ομπλού (Αχαΐας) και την άλλη μέρα κατέβηκε στην πόλη των Πατρών μαζί με τον Νικόλαο Λόντο, τον Παναγιώτη Καρατζά, τον Π. Πατρών Γερμανό και άλλους 5 προεστούς και έκαναν όλοι τους το γύρο της πόλεως κρατώντας την πρώτη επαναστατική κόκκινη σημαία με ένα μαύρο σταυρό στη μέση. Έτσι η  επανάσταση ξεκίνησε στις 21 Μαρτίου από το σπίτι του. 
   Ο Πελοποννήσιος έμπορος ήταν από τις ευγενέστερες μορφές της επανάστασης του 1821. 
Γεννήθηκε στην Κόρινθο 1766 και πέθανε στο Μεσολόγγι 1826. Ασχολήθηκε με το εμπόριο σταφίδας. Ιδιοκτήτης τριάντα καταστημάτων στην πόλη των Πατρών και κατείχε τη μισή κτηματική περιουσία της περιοχής Σαραβαλίου και του Αγίου Δημητρίου, όπου ήταν το σπίτι του. Κατά την περίοδο της Επανάστασης του ‘21 η περιουσία του ανερχότανε στα 3.000.000 γρόσια. 
   Εκτός από το ρευστό χρήμα είχε στην ιδιοκτησία του τριάντα εργαστήρια, πέντε αρχοντικά, δύο αποθήκες οίνου, δύο ελαιοτριβεία, δεκαέξι μεγάλα πλοία Γαλαξιδιώτικα.  Όλα αυτά μαζί με τη ζωή του και της οικογενείας του, ο Παπαδιαμαντόπουλος ορκίσθηκε, να θυσιάσει χάριν της Ελληνικής Λευτεριάς. 

* Ανδρέας Λόντος, Μυήθηκε στην Φιλική εταιρεία από τον Πελοπίδα προεπαναστατικά και εργάστηκε για την προπαρασκευή της Επανάστασης. 
Στις 23 Μαρτίου κήρυξε την επανάσταση στο Αίγιο, εκδίωξε τους Τούρκους χωρίς μάχη και ύψωσε την πρώτη Ελληνική επαναστατική σημαία. Στη διάρκεια της επανάστασης διοικούσε δικό του σώμα στρατού, με το οποίο πήρε μέρος στην πολιορκία της Πάτρας και του Μεσολογγίου.
   Γεννήθηκε το 1786 στη Βοστίτσα (Αίγιο) από ισχυρή οικογένεια προυχόντων της πόλης. Ήταν γιος του προεστού Σωτηράκη Λόντου που αποκεφαλίστηκε το 1812 στην Τριπολιτσά. Παππούς του ήταν ο Γκολφίνος ο οποίος συμμετείχε στην Εξέγερση του 1770. Έζησε για ένα διάστημα στην Κωνσταντινούπολη και επανήλθε στην Πελοπόννησο το 1816. Συνήψε φιλία με τον νέο Μόρα-Βαλεσή Σακήρ Αχμέτ και το 1818 αναγορεύτηκε επίσημα σε προεστό με έγγραφο των εκπροσώπων του Καζά Βοστίτσας, επικυρωμένο από τον επίσκοπο Κερνίτσης Προκόπιο. 

* Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης, γόνος της ιστορικής μανιάτικης οικογένειας των Μαυρομιχαλαίων, έκτος και τελευταίος Μπέης της Μάνης, οπλαρχηγός του 1821, 
αναδειχθείς "αρχιστράτηγος των σπαρτιατικών δυνάμεων" και πρωθυπουργός της Ελλάδας
από τη θέση του προέδρου του Εκτελεστικού Σώματος του ελληνικού κράτους.
  
* Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, Έλληνας αρχιστράτηγος και ηγετική μορφή της Επανάστασης του 1821, οπλαρχηγός, πληρεξούσιος, Σύμβουλος της Επικρατείας. Απέκτησε το προσωνύμιο Γέρος του Μοριά. Μετά θάνατον τιμήθηκε από την Ελληνική Πολιτεία με τον βαθμό του Στρατάρχη. Γεννήθηκε στις 3 Απριλίου 1770, Ραμοβούνι και απεβίωσε στις 4 Φεβρουαρίου 1843 στην Αθήνα.

ο θάνατος του Παπαφλέσσα στο Μανιάκι

* Παπαφλέσσας, προσέφερε τις μεγαλύτερες υπηρεσίες στην ιερή υπόθεση πριν το ξέσπασμα της επανάστασης σαν μπουρλοτιέρης των ψυχών. 
Πολλοί λένε πως χωρίς αυτόν ίσως να μην άναβε η επαναστατική φλόγα. Ξετρέλαινε τους ενθουσιασμένους, έπειθε τους διστακτικούς, πολεμούσε τους αντίθετους. Διαλαλούσε ότι μια μεγάλη δύναμη κρύβεται πίσω από τους Φιλικούς, εννοώντας τη Ρωσία. Ήταν έξυπνος, ενθουσιώδης, τολμηρός. Αυτές οι αρετές καθώς και το σχήμα του τον έκαναν ανεπανάληπτο για την προεπαναστατική του δράση. 
   Ο Γεώργιος Δικαίος κατά κόσμον γεννήθηκε το 1788 στην Πολιανή Μεσσηνίας.Όταν αποφοίτησε απ’ τη σχολή της Δημητσάνας και εκάρη μετονομάστη σε Γρηγόριο. 
   Δυναμικός, λίγο εριστικός σύντομα θα τα σπάσει με τον ηγούμενό του στο μοναστήρι της Βαλανιδιάς στη Καλαμάτα. Στο μοναστήρι της Ρεκίτσας, κοντά στο Μυστρά, μαλώνει μ’ ένα τούρκο αγά της περιοχής, κι ενώ τον κυνηγάνε, το σκάει για Κωσταντινούπολη απειλώντας τους… «Άιντε ρε και πού θα μου πάτε! 
                                     Θα ξαναγυρίσω πάλι ή δεσπότης ή πασάς και τότε θα λογαριαστούμε!»
    Στη Πόλη θα γνωριστεί με τον Αναγνωστόπουλο, όπου θα τον μυήσει στη Φιλική Εταιρεία τον Ιούνιο του 1818 με το συνθηματικό όνομα Αρμόδιος. Την ίδια περίοδο ο πατριάρχης Γρηγόριος Ε' θα τον χειροτονήσει σε αρχιμανδρίτη.  Θα αφιερωθεί κυριολεκτικά, ψυχή τε και σώματι στον εθνικό σκοπό. Ταξιδεύοντας στις παραδουνάβιες ηγεμονίες, άλλοτε με ψέμματα και άλλοτε με αλήθειες θα καταφέρει να ενθουσιάσει και να παρασύρει πολλούς Έλληνες στο “Ξεσηκωμό”.  Η ριψοκίνδυνη τακτική του, θεωρείται από ηγετικά στελέχη της Εταιρείας επικίνδυνη για την αποκάλυψη των σχεδίων της και θα τον στείλει στο Μοριά, όπου τα πράγματα ήταν πιο χαλαρά για τη δράση του.

* Αναγνωσταράς, Σπουδαίος Έλληνας οπλαρχηγός της Ελληνικής Επανάστασης του 1821. Συνέβαλε καθοριστικά στην Απελευθέρωση της Καλαμάτας, ενώ ήταν ένας από τους
 επικεφαλής των ελληνικών δυνάμεων στην Πτώση της Σφακτηρίας, όπου και έπεσε ηρωικά στο καθήκον μαζί με τον ναύαρχο Αναστάσιο Τσαμαδό και τον Ιταλό Φιλέλληνα Σαντόρε ντι Σανταρόζα.
   Ονομαζόταν Χρήστος Παπαγεωργίου αλλά επειδή ήταν μεγάλου αναστήματος και ήταν «αναγνώστης» στην εκκλησία τον ονόμαζαν Αναγνωσταρά. Ο ίδιος υπέγραφε ως Αναγνώστης Παπαγεωργίου. Ο Αναγνωσταράς ήταν ένας από τους αγωνιστές της Επαναστάσεως του 1821 με σημαντική δράση και σπουδαία προσφορά, φιλικός καθώς μυήθηκε από τη Φιλική εταιρεία και κλεφτοκαπετάνιος του Μοριά. Το πραγματικό του όνομα ήταν Χρήστος Κορομηλάς (η ρίζα του επίθετού ήταν Κορομπιλάς). Ο ίδιος υπέγραφε ως ( Ἀναγνώστης) Παπαγεωργίου δηλαδή Αναγνώστης γιός του Παπά-Γιώργη. 
Καταγόταν από την αρχοντική οικογένεια των Κορομηλέων, σημαντική στην Πελοπόννησο, γεννήθηκε το 1760 στο χωριό Άγριλος χειμερινό τμήμα του χωριού Πολιανή που γεννήθηκε το 1760. Πέθανε στη Σφακτηρία Μεσσηνίας στις 8 Μαΐου 1825.  
    Η προσφορά του στον αγώνα ως μέλος της Φιλικής Εταιρείας χαρακτηρίζεται ανεκτίμητη. Η Ελληνική Πολιτεία τον τίμησε μετά θάνατον με το βαθμό του Στρατηγού. 

* Νικηταράς, Ένας από τους σημαντικότερους αγωνιστές της Επανάστασης του 1821. Συντηρούσε δικό του σώμα ενόπλων με άνδρες που προέρχονταν από διάφορα μέρη της Ελλάδας. Ο Νικήτας Σταματελόπουλος ήταν ανηψιός του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη και γεννήθηκε το 1782 στο χωριό Μεγάλη Αναστάσοβα, (Νέδουσα Μεσσηνίας).Όπως μας διηγείται ο ίδιος στα απομνημονεύματά του που κατέγραψε ο Γ. Τερτσέτης: 
         «Εγεννήθηκα εις ένα χωριό Μεγάλη Αναστάσοβα από δώθε από του Μυστρά 
         προς την Καλαμάτα. Ο προπάππος μου ήτον Προεστός και ο πατέρας μου έφυγε
         δεκαέξι χρόνων και επήγε με τα στρατεύματα τα Ρούσικα στην Πάρο και ήτον 
         πολεμικός. Τον εσκότωσαν εις την Μονεμβασιά μαζί με έναν αδελφό και μ’ έναν
         κουνιάδο του. Από ένδεκα χρόνων, μαζί με τον πατέρα μου, έσερνα άρματα.
         Ετουφέκισα ένα Τούρκο στο Λεοντάρι».

   Με την έκρηξη της Επανάστασης, πήρε μέρος στην πρώτη μάχη που δόθηκε στο Βαλτέτσι 
Αρκαδίας (24 Απριλίου και 12-13 Μαΐου του 1821, είχε προηγηθεί μια συμπλοκή στο
 Λεβίδι). Μετέπειτα, στη μάχη των Δολιανών (18 – 19 Μαΐου), ο Νικηταράς που κρατούσε 
με 600 άντρες τα Άνω Δολιανά, κατάφερε να αποκρούσει 6.000 Τούρκους που επιτίθενται 
με πυροβολικό. Επειδή έπεσαν πολλοί Τούρκοι από το χέρι του εκείνη την ημέρα, οι άντρες του τον ονόμασαν Τουρκοφάγο. “Του Λεωνίδα το σπαθί / Νικηταράς θα το φορεί”
   Διακρίθηκε σε πολλές μάχες… στην πολιορκία και την άλωση της Τριπολιτσάς (23 Σεπτεμβρίου 1821), στην Στερεά Ελλάδα δίπλα σε Οδυσσέα Ανδρούτσο και Γεώργιο Καραϊσκάκη και σε πολλές ακόμη μέχρι την Απελευθέρωση.   
   Όταν οι Έλληνες συνέτριψαν το στρατό του Δράμαλη στα στενά των Δερβενακίων, ο Νικηταράς μαζί με τους Δημήτριο Υψηλάντη και Παπαφλέσσα, είχε καταλάβει τη χαράδρα γύρω από τον Άγιο Σώστη, απ’ όπου θα περνούσαν οι Τούρκοι, προκαλώντας τους μεγάλη καταστροφή. Κατά τη διάρκεια της μάχης μάλιστα, έσπασε τρία σπαθιά και όταν έσπασε το τελευταίο, το χέρι του έπαθε αγκύλωση και χρειάστηκε γιατρός για να μπορέσει να βγάλει το σπαθί. Καθώς ο Δράμαλης υποχωρούσε προς το Άργος, ο Νικηταράς κατέλαβε την οχυρή θέση Αγιονόρι και σκότωσε πολλούς Τούρκους που προσπάθησαν να διαφύγουν. 
   Τελικά ο Δράμαλης υποχώρησε (26 – 28 Ιουλίου 1822). Όταν τελείωσε η μάχη, οι πολεμιστές άρχισαν να μοιράζουν τα λάφυρα. 
Αναζήτησαν τον στρατηγό τους, τον Νικηταρά. Αυτός είχε αποτραβηχτεί να ξεκουραστεί. Τον ρώτησαν τι θέλει κι αυτός τους είπε: «Δεν θέλω τίποτα. Θέλω να δω την πατρίδα μου λεύτερη». Με το ζόρι του χάρισαν ένα άλογο μεγαλόσωμο και ένα σπαθί. 
   Επί Καποδίστρια υπήρξε στενός συνεργάτης του Κυβερνήτη, αλλά επί Όθωνος, υποστήριξε ενεργά το Ρωσικό Κόμμα (των Ναπαίων), με αποτέλεσμα να παραμεριστεί. 
Το 1843, όταν ο Βασιλιάς Όθωνας αναγκάστηκε να δώσει Σύνταγμα στην Ελλάδα του απονεμήθηκε ο βαθμός του υποστράτηγου μαζί με μία πενιχρή σύνταξη. Η Ελληνική Κυβέρνηση, φοβούμενη ότι το ρωσόφιλο Κόμμα επεδίωκε να αντικαταστήσει τον Βασιλιά Όθωνα με κάποιον Ρώσο Πρίγκιπα, συνέλαβε το Νικηταρά δύο φορές και το 1839 και τον καταδίκασε, σε ενάμιση χρόνο φυλάκιση, την οποία εξέτισε στις φυλακές της Αίγινας. 
   Ο Νικηταράς είχε εμπλακεί στην «Φιλορθόδοξο Εταιρεία» που στόχευε να επαναφέρει το ζήτημα της απελευθέρωσης των εδαφών πάνω από τα σύνορα Αμβρακικού – Παγασητικού και την μεταστροφή του Όθωνα στην Ορθοδοξία ή την αντικατάστασή του με Ορθόδοξο μονάρχη. Τα βασανιστήρια που πέρασε στη φυλακή ήταν φρικτά και η υγεία του κλονίστηκε ανεπανόρθωτα. Έπασχε από σάκχαρο χωρίς να το γνωρίζει, με αποτέλεσμα να χάσει σε μεγάλο βαθμό την όρασή του. Του χορηγήθηκε «άδεια επαιτείας», στον προαύλιο χώρο του Ναού της Ευαγγελιστρίας Πειραιώς, κάθε Παρασκευή. 
   Απεβίωσε στις 25 Σεπτεμβρίου 1849, πάμφτωχος, τυφλός και λησμονημένος. Τελευταία του επιθυμία ήταν να ταφεί δίπλα από το θείο του Θ. Κολοκοτρώνη στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών. Όταν τον ρώτησε ο Τερτσέτης γιατί έμεινε φτωχός και δεν πήρε ποτέ του λάφυρα από τις μάχες, ο Νικηταράς απάντησε: 
               «Πραματευτής δεν ήμουνα. Η μοίρα μου το θέλησε να γίνω καπετάνιος. 
                Μα δε θα ήτανε σωστό να κάμω πραμάτεια το καπετανιλίκι μου για να
                καζαντίσω!».
   Ο Νικηταράς, ήρωας εντός και εκτός πεδίου μάχης, έως την τελευταία στιγμή αντιμετωπίζει την Πατρίδα ως ύψιστο ιδανικό. Ποτέ δε ζητά να λάβει από αυτήν υλική ανταμοιβή για όσα έπραξε, ούτε την ταυτίζει με τις εκάστοτε ηγεσίες, παραπονούμενος για την κατάσταση στην οποία περιήλθε. Η έγνοια του είναι μόνο η Ελλάδα και πώς αυτή θα γίνει πραγματικά ανεξάρτητη από όλους, εννοώντας και από ξένους παράγοντες.

* Κωνσταντίνος Υψηλάντης, ηγεμόνας της Μολδαβίας κατά τα έτη 1799-1801 και της Βλαχίας κατά τα έτη 1802-1806. Γιός του Φαναριώτη Αλέξανδρου Υψηλάντη και της Αικατερίνης Μουρούζη. Μορφώθηκε στη Γερμανία μυήθηκε στη διπλωματική επιτηδειότητα και στα πατροπαράδοτα σχέδια υπέρ της πατρίδας. Κατελήφθη από τον ένθερμο εκείνο πατριωτισμό και της ευγενικής φιλοδοξίας, τα οποία ήταν πάντοτε διακριτικά γνωρίσματα της Υψηλαντικής οικογενείας. 
   Βλέποντας την στρατιωτική προετοιμασία του πατέρα του στη Βλαχία, τόσο ενθουσιάστηκε, ώστε αν και νέος, συνέλαβε την ιδέα να είναι επικεφαλής αυτός και να πραγματοποιήσει τον πόθο, από τον οποίο διακατείχετο, την απελευθέρωση  της Ελλάδας. Αλλά η αποτυχία του κινήματος, τον ανάγκασε να δραπετεύσει στη Γερμανία με τον αδελφό του Δημήτριο, τον δε πατέρα του Αλέξανδρο τον εξέθεσε στον μέγιστο των κινδύνων. Η ζωή του στη Γερμανία τον ωφέλησε παρά πολύ, διότι ανέπτυξε σχέσεις με τους επισημότερους πολιτικούς άνδρες της εποχής εκείνης. Επανερχόμενος στην Κωνσταντινούπολη μετά τον διορισμό του πατέρα του ως ηγεμόνα Μολδαβίας αφού είχε πείσει τις τουρκικές αρχές για
 την υπακοή του ανέλαβε την Μεγάλη Διερμηνεία.
   Οι υιοί του ήταν ο Αλέξανδρος και Δημήτριος Υψηλάνται (σελ. 268), οι οποίοι έλαβαν ενεργό μέρος στον αγώνα υπέρ της ελευθερίας της Ελλάδος. Ο Κωνσταντίνος ήταν μουσικός άριστος και  πολύ μορφωμένος. Διάφορα έργα του σώζονται μέχρι σήμερα ανέκδοτα.

* Βασίλειος Καραβίας ή Καραβιάς, ο πρώτος που ανύψωσε την ελληνική σημαία στο Γαλάτσι την 21η Φεβρουαρίου 1821. Επικεφαλής 150 Κεφαλλονιτών, επιτέθηκε στους Τούρκους του Γαλατσίου, τους οποίους ύστερα από πεισματώδη μάχη, ανάγκασε να φύγουν. Ωστόσο, υποστηρίζεται ότι σημειώθηκαν σφαγές αμάχων που προκάλεσαν τη δυσπιστία του ντόπιου πληθυσμού.
Αμφιλεγόμενη ήταν η συμμετοχή του στη μάχη του Δραγατσανίου στις 7 Ιουνίου 1821, όπου ως αρχηγός του ιππικού ενήργησε αυτόβουλα και πρόωρα με αποτέλεσμα να αποτύχει η πρώτη του επίθεση κατά των Τούρκων. Η υποχώρησή του Καραβία με τους ιππείς του προς τα ορεινά, άφησε τον Ιερό Λόχο, ο οποίος είχε κινηθεί προς βοήθειά του, χωρίς υποστήριξη ιππικού με συνέπεια περικυκλωμένος από τον τουρκικό στρατό να αποδεκατιστεί. Μετά την καταστροφή της μάχης του Δραγατσανίου, ο Βασίλειος Καραβίας κατέφυγε στην Αυστρία. Αργότερα επέστρεψε στην Ελλάδα, όπου και πέθανε στη Σύρο το 1830.
  
* Ιερολοχίτες, Η πρώτη οργανωμένη στρατιωτική μονάδα της Ελληνικής Επανάστασης του 1821 και του ελληνικού στρατού γενικότερα. 
Ιδρύθηκε από τον Αλέξανδρο Υψηλάντη, που δανειζόμενος το κλασικό όνομα του Ιερού Λόχου των Θηβών, τους το αποδίδει, προσδοκώντας ότι οι νεαροί αυτοί θα αποτελέσουν την ψυχή τού στρατού του.
Στη Φωξάνη, πόλη στα όρια της Μολδαβίας με τη Βλαχία, συγκροτείται από εθελοντές σπουδαστές των ελληνικών παροικιών της Μολδοβλαχίας και της Οδησσού, κυρίως, στα μέσα Μαρτίου του 1821 ο Ιερός λόχος με πολλές προσδοκίες.
Οι σπουδαστές που δεν είχαν καμιά στρατιωτική εμπειρία άρχισαν να γυμνάζονται και να εκπαιδεύονται στην χρήση των όπλων και της λόγχης. Η ορκωμοσία τους έγινε στο ναό της πόλης. Ακολούθησε μεγαλοπρεπής τελετή ορκωμοσίας, κατά την τσαρική εθιμοτυπία.
Ο όρκος
«Ως Χριστιανός ορθόδοξος και υιός της ημετέρας Καθολικής Εκκλησίας, ορκίζομαι στο όνομα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού και της Αγίας Τριάδας να μείνω πιστός εις την Πατρίδα μου και εις την Θρησκείαν μου. Ορκίζομαι να ενωθώ με όλους τους αδελφούς μου Χριστιανούς δια την ελευθερίαν της Πατρίδος μας.
Ορκίζομαι να χύσω και αυτήν την υστέραν ρανίδα του αίματός μου υπέρ της θρησκείας και Πατρίδος μου. Να αποθάνω μετά των αδελφών μου υπέρ της Ελευθερίας της Πατρίδος και της Θρησκείας μου. Να φονεύσω και αυτόν τον ίδιον τον αδελφόν μου, εάν τον εύρω προδότην της Πατρίδος μας. Να υποτάσσομαι στον υπέρ της Πατρίδος μου αρχηγόν, Να μη βλέψω εις τα όπισθέν μου, εάν δεν αποδιώξω τον εχθρόν της Πατρίδος και Θρησκείας μου.
Να λάβω τα όπλα εις κάθε περίστασιν, ευθύς μόλις ακούσω ότι ο Αρχηγός μου εκστρατεύει κατά των τυράννων και να συγκαταφέρω άπαντας τους φίλους και γνωρίμους μου εις το να με ακολουθήσωσιν. Να βλέψω πάντοτε τους εχθρούς μου με μίσος και με περιφρόνησιν. Να μη παρατήσω τα όπλα προτού να ιδώ ελευθέραν την Πατρίδα μου και εξολοθρευμένους τους εχθρούς της. Να χύσω το αίμα μου, ίνα νικήσω τους εχθρούς της θρησκείας μου ή ν΄ αποθάνω ως μάρτυς δια τον Ιησού Χριστόν. Ορκίζομαι τέλος πάντων εις το της Θείας Μεταλήψεως φοβερόν Μυστήριον ότι θα υστερηθώ της Αγίας Κοινωνίας εις την τελευταία μου εκείνην ώρα, εάν δεν εκτελέσω απάσας τας υποσχέσεις, τας οποίας έδωσα ενώπιον της εικόνος του Κυρίου μας Ιησού Χριστού »
Ο Αλέξανδρος Υψηλάντης μετά την ομιλία του παρέδωσε τη Σημαία του Ιερού Λόχου στον αρχηγό του Λόχου Γεώργιο Καντακουζηνό. Στη συνέχεια οι Ιερολοχίτες παρέλασαν με βήμα στρατιωτικό τραγουδώντας πολεμικό θούριο που είχε συγγράψει ο 20 χρόνια πριν ο Αδαμάντιος Κοραής για την "Ταξιαρχία των Ακροβολιστών της Ανατολής" του Βοναπάρτη που πολεμούσε στην Αίγυπτο και στην οποία ταξιαρχία συμμετείχαν Έλληνες:

Φίλοι μου συμπατριώται                       Γίνομεν Γραικοί γενναίοι;
δούλοι ν΄ άμεθα ως πότε;                     δράμετ΄ άνδρες τε και νέοι
των αγρίων μουσουλμάνων                  κι είπατε μεγαλοφώνως
της Πατρίδος των τυράννων...              Είπατε όλοι τε συμφώνως


Έφθασεν ω φίλοι τώρα                        Κι΄ ασπαζόμεν΄ εις τον άλλον
εκδικήσεως η ώρα.                              μ΄ ενθουσιασμόν μεγάλον
Η κοινή πατρίς φωνάζει                      έως πότε η τυραννία;
με τα δάκρυα μας κράζει!                    Ζήτω η Ελευθερία! 

 
Στους πρώτους 120 ιερολοχίτες προστέθηκαν και άλλοι αργότερα φτάνοντας τους 400, ενώ η οργάνωση του σώματος αυτού ολοκληρώθηκε στο Τιργοβίτσι. Έφεραν ομοιόμορφες στολές ευρωπαϊκού τύπου φτιαγμένες από ολόμαλλη μαύρη τσόχα, γι'αυτό και ονομάζονταν μελανοφόροι ή μαυροφόροι.
Η στολή του ιερολοχίτη αποτελούνταν από χιτώνιο μακρύ που έφθανε λίγο πιο πάνω από τα γόνατα, περισκελίδα και ψηλό χωρίς γείσο κάλυμμα κεφαλής.
Το κάλυμμα αυτό έφερε στην κορυφή λευκό λοφίο και ψηλά, τρίχρωμο εθνόσημο με κόκκινο λευκό και κυανό χρώμα. Κάτω από αυτό μετωπικά υπήρχε νεκροκεφαλή με δύο οστά χιαστί από λευκό μέταλλο, σημαίνοντα Ελευθερία ή Θάνατος. Ο ιερολοχίτης είχε για όπλο λογχοφόρο τυφέκιο ενώ έφερε χιαστί δερμάτινη ζώνη με τις παλάσκες και το γυλιό στη μέση. 


Ο Υψηλάντης περνάει τον Προύθο κι επιτίθεται...
* άτυχης έκβασης μάχη του Δραγατσανίου, Οι διαταγές του Αλέξανδρου Υψηλάντη προς τον αδελφό του Νικόλαο, ο οποίος ήταν διοικητής του Ιερού Λόχου, τις ίδιες που και στον Γεωργάκη Ολύμπιο και στον Βασίλειο Καραβιά ήταν ξεκάθαρες:

Κατάληψη στρατηγικών θέσεων γύρω από το Δραγατσάνι και καμιά επιθετική ενέργεια πριν φτάσει ο ίδιος. Μα δυστυχώς τα πράγματα έγιναν αλλιώς, οι διαταγές του Υψηλάντη δεν εισακούστηκαν...
Τα πρώτα τμήματα του Ιερού Λόχου φτάνουν στις 6 Ιουνίου, την επομένη 7η, ο Καραβιάς (διοικητής 800) βλέποντας τους Τούρκους να καίνε σπίτια του χωριού, πιστεύει πως θα καταφέρει μια μεγάλη νίκη
και μάλιστα με μικρό κόστος, έτσι κάνει τη μοιραία κίνηση, αποφασίζει μόνος του, παραβαίνοντας εντολές, να κινηθεί εναντίον των Τούρκων.
Ο Σκουφάς που βλέπει αυτήν την αυτοκτονική δεν μπορεί να τον αφήσει μόνο του, κινητοποιεί κι αυτός τις δυνάμεις του διατάζοντας επίθεση στο Δραγατσάνι, θα τον ακολουθήσουν οι 100 Κοζάκοι ιππείς και ομάδες ατάκτων.
Ο Νικόλαος αντιλαμβανόμενος ότι επιτελείται καταστροφή, σπεύδει κι αυτός να βοηθήσει τον Καραβιά ο οποίος όμως ευρισκόμενος σε πολύ δύσκολη θέση, είχε ήδη τραπεί σε φυγή.
Οι Ιερολοχίτες τώρα είναι μόνοι τους, χωρίς την υποστήριξη ιππικού, δεν έχουν προλάβει καν να σχηματίσουν τα τετράγωνα τους... Όταν τους επιτίθεται η εγκατεστημένη στην κωμόπολη ισχυρή φρουρά, με το τουρκικό ιππικό να χωρίζει το Λόχο στα δύο. Η μάχη θα είναι σκληρή και αιματηρή.
Ο Ιερός Λόχος αμύνεται ηρωικά απέναντι στις επιθέσεις των Τούρκων που τελικά θα αποδεκατιστεί. Ηρωικά και άδικα θα πέσουν 180 στρατιώτες και 25 υπαξιωματικοί μεταξύ αυτών και ο Ελβετός φιλέλλην, Ερρίκος Μπορντιέ.

Ο Ολύμπιος θα περισυλλέξει τη σημαία του Λόχου στο σημείο που έπεσε νεκρός ο σημαιοφόρος και θα διασώσει 136 ιερολοχίτες, ενώ 37 θα πιαστούν αιχμάλωτοι που στέλνονται στην Κωνσταντινούπολη και αποκεφαλίζονται.
Ο Νικόλαος Υψηλάντης σώζεται τυχαία από έναν φιλέλληνα Γάλλο αξιωματικό, που τον ανέβασε στο άλογό του. Μεταξύ των διασωθέντων ήταν και ο υπασπιστής του Ιερού Λόχου Αθανάσιος Τσακάλωφ, ένας εκ των τριών ιδρυτών της Φιλικής Εταιρείας. Από τις δυνάμεις του Καραβιά σκοτώθηκαν περίπου 140 άνδρες.

Ο Αλέξανδρος Υψηλάντης κατέφυγε στο Ρίμνικο, όπου συνέταξε την τελευταία διαταγή του στις 8 Ιουνίου 1821, με την οποία στιγμάτισε την προδοσία του πολιτικού και στρατιωτικού του επιτελείου και εξήρε την αυτοθυσία του Ιερού Λόχου:

«Σεις δε σκιαί των γνησίων Ελλήνων και του Ιερού Λόχου, όσοι προδοθέντες επέσατε
θύματα δια την ευδαιμονίαν της πατρίδος, δεχτήτε δι’ εμού τας ευχαριστήσεις των
ομογενών σας! Ολίγος καιρός και στήλη θα αναγερθή να διαιωνίση τα ονόματά σας.
Με χαρακτήρες φλογερούς είνε εγκεχαραγμένα εις τα φίλτρα της καρδίας μου, τα
ονόματα εκείνων όσοι μέχρι τέλους μ’ έδειξαν πίστιν και ειλικρίνειαν. Η ενθύμησίς
των θα είναι πάντοτε το μόνον δροσιστικόν ποτό της ψυχής μου .»

* Πρίγκηψ, Ο Αλέξανδρος Υψηλάντης, ποντιακής καταγωγής πρίγκιπας, γιος και εγγονός ηγεμόνων της Μολδοβλαχίας, στρατηγός του τσαρικού στρατού, αρχηγός της Φιλικής Εταιρείας και πολιτικός αρχηγός της Επαναστάσεως του 1821, υπήρξε από τις πιο τραγικές και συνάμα ιερές μορφές του αγώνα. Γεννήθηκε το 1782 στην Κωνσταντινούπολη.
Η ρίζα των Υψηλαντών βρίσκεται στην Τραπεζούντα του Πόντου και την αυτοκρατορική οικογένεια των Κομνηνών. Μετά την άλωση της Πόλης και της Τραπεζούντας, οι Κομνηνοί πρόσθεσαν στο επίθετό τους και το Υψηλάντης.

* Φέιζ Ιμάμης, θρησκευτικός ηγέτης των Οθωμανών ο οποίος κρεμάστηκε αργότερα από τους Έλληνες επαναστάτες στη Χίο.

* Γρεκο-ραγιάς ή Ραγιας, Η χρήση του περιληπτικού όρου ρ(ε)αγιά, σημαίνει ακριβώς το μέλος ενός όχι ελεύθερου (με την έννοια του άγριου και ανυπότακτου) αλλά υποταγμένου κοπαδιού, και τον οποίο χρησιμοποιούσαν και για τα πρόβατά τους.
Η αντίληψη των Τούρκων, για τον κόσμο, που είχαν διαμορφώσει στην κοιτίδα τους, την κεντρική Ασία (η οποία στους θρύλους τους αναφέρεται με το όνομα «Κόκκινη Μηλιά»), ήταν πολύ απλή:
Ο κόσμος αποτελεί ένα δίπολο. Στο ένα μέρος του υπήρχαν οι άνθρωποι και στο άλλο τα ζώα που συμμετείχαν στην παραγωγή των αγαθών, είτε άμεσα, όπως τα πρόβατα, είτε έμμεσα, όπως οι σκύλοι και τα άλογα, έχοντας μάλιστα δημιουργηθεί από τον Θεό ακριβώς γι’ αυτό τον λόγο.
Όταν οι Τούρκοι μετακινήθηκαν δυτικά, μετέφεραν μαζί τους εκτός των άλλων και αυτή την αντίληψη για τον κόσμο, με τη διαφορά ότι στη θέση των προβάτων και των άλλων ζώων τοποθέτησαν πλέον τους λαούς τους οποίους κατακτούσαν.
Ως νομάδες, δεινοί αναβάτες και άριστοι τοξότες, είχαν ως κύρια ασχολία τους τις πολεμικές δραστηριότητες και δεν ήταν δυνατόν να αντιληφθούν τον κόσμο έξω από αυτό το δίπολο, θεωρώντας τον πόλεμο τη μόνη ασχολία αντάξια για ανθρώπους.

Στην ειρήνη όμως που δεν έκαναν τίποτε άλλο από το να απολαμβάνουν τα κέρδη του πολέμου, όπως αναφέρει ο Παπαρρηγόπουλος, είχαν ανάγκη υπηκόων εργαζομένων και φορολογουμένων και αυτοί δεν θα μπορούσαν να είναι άλλοι παρά μόνο χριστιανοί.
Η δικαιολογία τους ήταν ότι όλοι οι υπόλοιποι λαοί είχαν δημιουργηθεί από τον Θεό αποκλειστικά και μόνο για να υποταχθούν σε αυτούς και για να καταστούν εν καιρώ τα «δίποδα πρόβατα» των Τούρκων.
Οι γηγενείς λοιπόν κατά την υποδούλωσή τους έχαναν την ούτως ή άλλως «ανύπαρκτη» ανθρώπινη ιδιότητά τους και μετέπιπταν στη φυσική τους κατάσταση, σύμφωνα με τους Τούρκους, εκείνη δηλαδή του ανθρώπινου ποιμνίου.
Η αντίσταση εκ μέρους των ντόπιων πληθυσμών (ή προσπάθεια απελευθέρωσής τους) ήταν εξ ορισμού βλασφημία, αφού ο Θεός είχε καταστήσει ικανούς να είναι κυρίαρχοι μόνον εκείνους, από όλους τους λαούς.

* Οσμανλήδες, Η οθωμανική ιστορία αρχίζει με τον Οσμάν που γίνεται ηγεμόνας της φυλής του το 1281. Ικανός φιλόδοξος και δραστήριος γρήγορα αντιλαμβάνεται το χάος που έχει αφεθεί η Αυτοκρατορία μετά τους Σταυροφόρους. Το 1289 καταλαμβάνει το Δορύλαιο και το κάνει πρωτεύουσά του. Κι αφού τα μικρασιατικά εδάφη που ήδη είναι παραμελημένα από το 1261 και μετά, την ανακατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους, από τον αυτοκράτορα Μιχαήλ Η' Παλαιολόγο και την κεντρική εξουσία, οι Τουρκομάνοι πρόθυμοι να γεμίσουν το κενό θα καταλάβουν το μεγαλύτερο μέρος τους.
Το οθωμανικό κρατίδιο, ιδρύθηκε κατά το τρίτο τέταρτο του 13ου αιώνα στη σελτζουκική μεθόριο με το Βυζάντιο, στην περιοχή του Σογκούτ, βορειοδυτικά του Δορύλαιου (Εσκί Σεχίρ). Η τουρκική παράδοση περιλαμβάνει μια γενεαλογία του Οσμάν, η οποία δεν είναι έγκυρη, αλλά γράφτηκε εκ των υστέρων, για να δώσει ένα ένδοξο παρελθόν στον ιδρυτή της οθωμανικής αυτοκρατορίας.
Ο Οσμάν συγκέντρωσε Τούρκους πολεμιστές από όλη τη Μικρά Ασία καθώς και Βυζαντινούς, εχθρούς των Παλαιολόγων, οι οποίοι εξισλαμίστηκαν σταδιακά.

Το οθωμανικό κρατίδιο, ενισχυόταν συνεχώς από μουσουλμάνους πολεμιστές οι οποίοι ερχόταν στα εδάφη του από διάφορα μέρη. Υπήρχε γι’ αυτούς η προοπτική του διαρκούς «ιερού πολέμου» και η απόσπαση λαφύρων και γαιών από το γειτονικό Βυζάντιο.

Όλα σχεδόν τα τουρκόφωνα φύλα έχουν την καταγωγή τους στους Ογούζους Τούρκους και εμφανίζονται κατά τον 6ο-8ο αιώνα ως νομάδες της κεντροασιατικής στέπας και η γνωστότερη ομάδα τους, οι “εννέα Ογούζοι” (Dokuz Oghuzz) κατόρθωσαν σταδιακά να ενώσουν από τον 6ο αιώνα όλα τα ογουζικά φύλα, από την Κίνα ως τον Εύξεινο Πόντο, για να εγκατασταθούν τελικά (τέλη 9ου αρχές 10ου αιώνα) στις εύφορες κοιλάδες ανατολικά της λίμνης Αράλης (της αρχαίας Ωξιανής) ανάμεσα στους μεγάλους ποταμούς Σιρ-Νταριά (τον αρχαίο Ιαξάρτη) και Αμού Νταριά (τον αρχαίο Ώξο).
Τα τουρκικά φύλα τα οποία είχαν προηγηθεί των Οθωμανών κατά τη μόνιμη εγκατάστασή τους σε βυζαντινές επαρχίες, ήλθαν σε μερική επιμειξία με τους τοπικούς πληθυσμούς και εν μέρει αφομοιώθηκαν από αυτούς, όπως οι Σελτζούκοι ή Σελτζουκίδες (ογουζική συνομοσπονδία, τουρκ. Selcuklular), που για παράδειγμα, κατέληξαν να αποκαλούν τους εαυτούς τους Ρουμ (Ρωμαίους), και τη σπουδαιότερη επαρχία τους «Βιλαγιέτ - ι - Γιουνάνι» (ελληνική επαρχία, δηλαδή Ελλάδα), ενώ το ίδιο το κράτος τους σουλτανάτο του Ρουμ (Ρωμαϊκό κράτος).

Οι Οθωμανοί λοιπόν που θα διαδεχθούν εδαφικά τους Σελτζούκους, βλέποντας ότι κι αυτοί κινδυνεύουν να αφομοιωθούν από το μεγάλο χωνευτήρι μιας Αυτοκρατορίας, δεν θέλουν να έχουν την ίδια τύχη και θα κάνουν ότι μπορούν να το εμποδίσουν.
Η λύση είναι να διατηρήσουν όσο το δυνατόν μεγαλύτερη απόσταση από τους κατακτημένους, συγκεκριμένα μάλιστα τόση, όση είχαν οι βοσκοί από τα ζώα τους, με τα οποία μπορεί μεν να κατοικούσαν στον ίδιο χώρο (ίσως ακόμη και κάτω από την ίδια στέγη), σε καμιά όμως περίπτωση δεν ήταν δυνατόν να έχουν τα ίδια με αυτούς δικαιώματα ούτε βέβαια να αποφασίζουν εκείνα για την τύχη τους.

Ακόμη και το είδος της επικοινωνίας μεταξύ των κατακτητών και των υποδούλων έπρεπε να καθορίζεται μόνο στον βαθμό κατά τον οποίο εξυπηρετούντο τα συμφέροντα και οι επιδιώξεις τους.
Έτσι, δημιούργησαν ένα κρατικό μόρφωμα του οποίου κύριο χαρακτηριστικό ήταν η έντονη πόλωση, η αταξία και το χάος που με την πάροδο του χρόνου αυτή η τάση πρός την εντροπία θα αυξάνεται συνεχώς. 
 

* Ανθενωτικοί, η χρονική περίοδος ανάμεσα στην ανάκτηση της Πόλης το 1261 και την άλωση από τους Τούρκους, το κυρίαρχο ζήτημα είναι η Ένωση των Εκκλησιών. Μετά τους σταυροφόρους, η άλλοτε σχετική αδυναμία άμυνας της κραταιάς αυτοκρατορίας, έγινε πιο ανησυχητική. 
   Η αναζήτηση βοήθειας υπαγόρευε στους αυτοκράτορες τη συνέχιση της πολιτικής της ένωσης,  ενώ από την άλλη, η Ρώμη και ο Πάπας  έθεταν ως προϋπόθεση για οποιαδήποτε βοήθεια την υποταγή της Ανατολικής Εκκλησίας.
   Για του ιερωμένους και τους Θεολόγους η ένωση ήταν κάτι αδύνατο, πέρα και πάνω από τις δυνάμεις τους. Οι δυο εκκλησίες απέκλιναν ως προς τη Θεολογία, τη Θεία Λειτουργία αλλά και ως προς το πρακτικό μέρος. 
- Για τους Βυζαντινούς οποιαδήποτε αλλαγή στην εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος ήταν απορριπτέα. 
- Η πρωτοκαθεδρία της εκκλησίας της Ρώμης σύμφωνα με την εντολή του Αγίου Πέτρου, 
ερχόταν σε αντίθεση με την Ανατολική αρχή της Πενταρχίας, των πέντε δηλαδή Πατριαρχείων. 
- Το καθαρτήριο των ψυχών ήταν για την Ανατολική εκκλησία μια αλαζονική συμπεριφορά.
 - Στο τυπικό της Λειτουργίας το θέμα ήταν αν ο άρτος της Θείας Ευχαριστίας θα έπρεπε να περιέχει προζύμι ή να είναι άζυμος. 
- Η επίκληση προς το Άγιο Πνεύμα, για να καθαγιαστούν ο άρτος και ο οίνος, ήταν σημαντική για την Κωνσταντινούπολη και αδιάφορη για τη Ρώμη.  
- Διαφωνίες υπήρχαν και για το γάμο των ιερέων. 
Η χρήση δυο διαφορετικών γλωσσών, η γεωγραφική απόσταση και βέβαια το επίσημο σχίσμα του 1054 είχαν διασπάσει την ενότητα της χριστιανοσύνης, με τις δυο εκκλησίες να πορεύονται σε διαφορετικούς δρόμους.
   Ο κόσμος στο σύνολό του από το 1261 και μέχρι την Άλωση θα διχαστεί. Πρώτοι από όλους οι λόγιοι και οι διανοούμενοι που η γνώμη τους είχε βαρύνουσα σημασία. Μερικοί ήταν τόσο πιστοί στην Εκκλησία που τους ήταν δύσκολο να υποστηρίξουν την ένωση. 
   Πολλοί όμως φιλόσοφοι ήταν έτοιμοι να δεχτούν τα πρωτεία της Ρώμης, βάζοντας πάνω από όλα την ενότητα της χριστιανοσύνης, με την προϋπόθεση  να μη θιχτεί η ορθόδοξη πίστη. 
   Έχοντας επισκεφθεί την Ιταλία, οι φιλόσοφοι αυτοί, είχαν γοητευτεί από τον ιταλικό πολιτισμό και βλέποντας τα πράγματα με μια προοδευτική ματιά ήταν θετική στην ένωση, αλλά και στην ιδέα της συγχώνευσης του βυζαντινού και του ρωμαϊκού πολιτισμού. 
   Οι ιθύνοντες η άρχουσα τάξη βρίσκεται και αυτή σε δίλημμα. Η πλειοψηφία θα συνταχτεί με τις προσπάθειες των αυτοκρατόρων για τη χάραξη  μιας ρεαλιστικής πολιτικής προσέγγισης με τη Δύση, ιδιαίτερα κατά την Παλαιολόγεια περίοδο και την οριστική απώλεια της Μικράς Ασίας. 
   Τα αισθήματα του λαού από την άλλη, επηρεασμένα από την εκκλησία, είχαν την άποψη ότι η υποτέλεια στο Σουλτάνο θα ήταν προτιμότερη, θα έδινε τη δυνατότητα για γρήγορη επανάκαμψη και ανασύσταση του κράτους. Λαός, κλήρος και οι μοναχοί ήταν σφοδροί πολέμιοι της Ένωσης. 
   Το 1204 είχε ανοίξει βαθιές πληγές και είχε δημιουργήσει έχθρες και μίση.  Για τους Ορθόδοξους, η Ένωση αποτελούσε  ηθικό ατόπημα, πολύ χειρότερο από την οποιαδήποτε καταστροφή μπορούσαν να πάθουν.
  Μέσα σε αυτό το κλίμα, ήταν δύσκολο για κάθε αυτοκράτορα να εκπληρώσει οποιαδήποτε υπόσχεση για ένωση, η οποία εύκολα εξαγγελλόταν και δύσκολα θα υλοποιούταν.  
   Άλλωστε ακόμα και στους κύκλους των Ενωτικών και των αυτοκρατόρων υπήρχε η αμφιβολία κατά ποσό η Δύση θα έστελνε μια ικανή βοήθεια να αναχαιτίσει την τουρκική προέλαση. Εκείνο που επιθυμούσαν περισσότερο ήταν μια χαλαρή ένωση στη βάση μιας πολιτικής συνεργασίας, χωρίς την υποταγή της Εκκλησίας και την αλλοίωση της Ορθόδοξης Πίστης.     
   Υπήρχε όμως και μια τρίτη τάση, στην Κωνσταντινούπολη, όπου κυριαρχούσε το δίπολο Ενωτικών –Ανθενωτικών, και που καταβαραθρώθηκε και εξαφανίστηκε, καθώς βρέθηκε ανάμεσα στα διασταυρούμενα πυρά των δύο μονομάχων. 
   Ήταν εκείνοι από την αριστοκρατία, την Εκκλησία και το λαό που πίστευαν ότι και οι Δυτικοί και οι Οθωμανοί την κυριαρχία πάνω στο Βυζάντιο επιζητούσαν.
   Ως λύση προέβαλλαν τη συνεννόηση των ορθοδόξων λαών της Βαλκανικής και τη δημιουργία ενός ισχυρού βαλκανικού μετώπου, ικανού να αντιμετωπίσει την οθωμανική καταιγίδα και να αντισταθεί στη δυτική διείσδυση.
   Μια βυζαντινή αντιπροσωπεία επισκέφτηκε τις Σέρρες, έδρα της Βασίλισσας των Σέρβων Ελισσάβετ, χήρα του Στέφανου Ντουσάν το 1363.  Σκοπός των συνομιλιών ήταν η
δημιουργία μεγάλης βυζαντινοσερβικής συμμαχίας που θα ήταν πόλος έλξης και για τους υπόλοιπους βαλκανικούς λαούς. 
   Οι συνομιλίες συνεχίζονταν ελπιδοφόρα, αλλά όταν  χτυπήθηκε από λοιμώδη αρρώστια και πέθανε ο σοφός πατριάρχης Κάλλιστος Α΄, οι υπόλοιποι της αντιπροσωπείας επιστρέφοντας στην Πόλη άκουγαν:   
            “Έχουμε, ω Αρχιερείς, δύο εχθρούς μεγάλους, τους Τούρκους και τους Ιταλούς, 
             τους φίλους τους μεγάλους.  Οι μεν να κυριεύσωσιν θέλουν την βασιλείαν, 
             οι δε να υποτάξωσιν ημών την εκκλησίαν”.
   Η παμβαλκανική κίνηση εκφυλίστηκε και η προσπάθεια για μια ορθόδοξη σταυροφορία σταμάτησε οριστικά μετά τη μεγάλη μάχη του Κοσσυφοπεδίου, στις 15 Ιουνίου του 1389, ανάμεσα στους Οθωμανούς και στους συνασπισμένους Σέρβους. Ο Σέρβος πατριώτης Μίλος Όμπλιτς ξέφυγε της προσοχής των φρουρών του Σουλτάνου, χώθηκε στη σκηνή του Μουράτ Α΄ και τον σκότωσε. Ο γιος του νεκρού, Βαγιαζήτ ανακηρύχθηκε σουλτάνος επιτόπου, νίκησε τους Σέρβους, αιχμαλώτισε και αποκεφάλισε τον ηγεμόνα Λάζαρο. 
   Ο ανταγωνισμός των Ενωτικών που έβλεπαν στην ένωση των εκκλησιών το σωτήριο ανάχωμα μπροστά στην οθωμανική επέλαση και των ανθενωτικών που πολεμούσαν αυτήν την προσπάθεια, οξύνθηκε με την πάροδο του χρόνου και δίχασε τους Βυζαντινούς, δημιουργώντας δύο αλληλομισούμενα στρατόπεδα φανατικών.

* Αρτέμης Μάτσας, γνωστός Έλληνας ηθοποιός, κριτικός κινηματογράφου και σκηνοθέτης. (1930-7 Σεπτεμβρίου 2003).
Έχει μείνει στη μνήμη των θεατών λόγω της ερμηνείας του σε ρόλους καταδότη - δωσίλογου σε έργα που διαδραματιζόταν κατά την Κατοχή της Ελλάδας από τις δυνάμεις του Άξονα στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Γι αυτό και η χρήση του ονόματός του σε δημοσιεύματα αρκετά χρόνια μετά την ενεργό του δράση, για να υποδηλώσει τον προδότη ή τον καταδότη.
Έπαιξε στο θέατρο και σε σημαντικό αριθμό κινηματογραφικών ταινιών και στην τηλεόραση από το 1949 μέχρι και το 1988. Αδελφός του ήταν ο συγγραφέας και σκηνοθέτης Νέστορας Μάτσας.

* Γεράσιμος Ματαράγκας, Αγωνιστής του 1821. Με το βαθμό του λοχαγού πήρε μέρος σε πολλές μάχες στον αγώνα για την ανεξαρτησία τής Ελλάδος, σε μία δε από αυτές έχασε το αριστερό του χέρι. 
"Τα τραύματα που έχω στο σώμα μου είναι τα παράσημά μου" έλεγε φαινομενικά αστειευόμενος, μα με πίκρα για όσους τον ήξεραν. Ήταν ο τρόπος του να δικαιολογήσει στην οικογένεια και στο περιβάλλον του την όχι και τόσο καλή αντιμετώπιση και αναγνώριση της προσφοράς στο έθνος, που είχαν πολλοί αγωνιστές του '21. Ποτέ δεν κατηγόρησε την πατρίδα του και δεν ήθελε ούτε για αστείο ν’ ακούσει άλλους να το κάνουν.
Στο Αρχειοφυλάκειο Κεφαλληνίας σώζονται ληξιαρχικές πράξεις της οικογενείας Ματαράγκα, όπως και στο ληξιαρχικό βιβλίο του φρουρίου του Αγ. Γεωργίου ή Κάστρον της Κεφαλληνίας, ναόν του Αγ. Σπυρίδωνος, στα οποία αναφέρονται:
“Εκ τών άνωτέρω πέντε υίών τού Ζαχαρή Ματαράγκα, ό Γεράσιμος όστις διασωθείς κατά τόν ύπέρ τής άνεξαρτησίας άγώνα καί πολλά φέρων έπί τού σώματος τραύματα, τήν δέ άριστεράν συντετριμμένην έλαβε τόν βαθμόν τού Λοχαγού καί τό άργυρούν τού άγώνος άριστείον. Ούτος νυμφευθείς έν έτη 1833 τήν έκ Πυλάρου τής Κεφαλληνίας θυγατέρα τού προμάχου τής Έλληνικής έλευθερίας Βασιλείου Μακρή πολλά έσχε τέκνα, έν οίς τόν Παναγιώτην. Πρόξενον ύστερον είς Τραπεζούντα.

* Βυζαντίς, ελληνική πόλη, στη θέση της σημερινής Κωνσταντινούπολης, της αρχαίας Ελλάδας. Με τον όρο αρχαία Ελλάδα περιγράφεται ο ελληνικός κόσμος κατά την περίοδο της αρχαιότητας, όχι μόνο στις περιοχές του σύγχρονου ελληνικού κράτους, αλλά όπου εγκαταστάθηκαν και διαβίωσαν στους αρχαίους χρόνους ελληνικοί πληθυσμοί, συμπεριλαμβανομένων της Ιωνίας, της Κύπρου, της Μεγάλης Ελλάδας (Σικελία και νότια Ιταλία) και των διάσπαρτων ελληνικών εγκαταστάσεων στις ακτές της Μεσογείου, αλλά μέχρι και τον Εύξεινο Πόντο.

   Όπως μας παραδίδεται από τον Στράβωνα στα Γεωγραφικά του, η πόλη ιδρύθηκε το 658/7 π.Χ. από Μεγαρείς αποίκους, με επικεφαλής τον Βύζαντα, από τον οποίο και πήρε το όνομά της. Ο μυθικός ήρωας Βύζας γιος του βασιλιά Νίσου από τα Μέγαρα ή γιος του Ποσειδώνα και της Κερόεσσας, κόρης της Ιούς και του Δία, την οποία η μητέρα της γέννησε στον Κεράτιο κόλπο. 

   Οι άποικοι ακολούθησαν χρησμό του Μαντείου των Δελφών ο οποίος τούς προέτρεπε να κτίσουν την πόλη τους έναντι της πόλης των «τυφλών».  Ως τυφλοί υπονοούνταν οι κάτοικοι της Χαλκηδόνας, οι οποίοι είχαν ιδρύσει την πόλη τους νωρίτερα στην απέναντι ασιατική ακτή του Βοσπόρου δίχως να αντιληφθούν τα εξαιρετικά πλεονεκτήματα της απέναντι τοποθεσίας. 

   Βασικό πλεονέκτημα της τοποθεσίας, σε σχέση με εκείνη της Χαλκηδόνας, ήταν η μεγαλύτερη δυνατότητα υπεράσπισής της, καθώς η ακρόπολη του Βυζαντίου στη συμβολή του Κεράτιου κόλπου και του Βοσπόρου, προστατευόταν σχεδόν ολοκληρωτικά από θάλασσα, με εξαίρεση μόνο το δυτικό τμήμα, στο οποίο όμως ήταν εφικτή η ανέγερση τειχών. 

   Συγχρόνως, η περιοχή έλεγχε τους θαλάσσιους δρόμους και για εμπορικούς σκοπούς και μπορούσε να αξιοποιηθεί ως αφετηρία για ίδρυση νέων αποικιών κατά μήκος του Βοσπόρου. Επιπλέον, από κλιματολογικής άποψης, τα ψυχρά ρεύματα του Βοσπόρου έδιναν αρκετές βροχές που έκαναν τα καλλιεργήσιμα εδάφη εύφορα και τα ακαλλιέργητα γεμάτα από πυκνά δάση. Το Βυζάντιο αναπτύχθηκε γρήγορα, περιτειχίστηκε και κατέλαβε εδάφη στα ασιατικά παράλια. 

   Κατά τον Παυσανία, υπήρξε μία από τις καλύτερα οχυρωμένες πόλεις της αρχαιότητας. Ιστορικές πληροφορίες για το Βυζάντιο αντλούμε επίσης από τον Ηρόδοτο. Ο τύραννος της πόλης, Αρίστων, υποστήριξε μαζί με άλλους Έλληνες στρατηγούς τον Πέρση βασιλιά Δαρείο στην εκστρατεία του εναντίον των Σκυθών. Στη διάρκεια της Ιωνικής επανάστασης καταλήφθηκε από τις ελληνικές δυνάμεις και μετά το τέλος της, οι κάτοικοί της μετοίκησαν, ιδρύοντας τη Μεσηβρία στις δυτικές ακτές του Εύξεινου Πόντου.  

* Οσποδάρος, διοικητικός τίτλος της Οθωμανικής διοίκησης που δήλωνε τον διοικητή ή ηγεμόνα μιας επαρχίας με σχετική αυτονομία, ήταν συνώνυμος του βυζαντινού όρου Δεσπότης.     
 
* Μιχαήλ Σούτσος ή Βόδας, Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1778 ή το 1784. Γονείς του ήταν ο Φαναριώτης Γρηγόριος Σούτσος και η Σεβαστή Τεδέσκου. Σε εφηβική ηλικία εγκαταστάθηκε στην αυλή του παππού του Μιχαήλ Σούτσου, ο οποίος ήταν ηγεμόνας της Βλαχίας ενώ αργότερα υπηρέτησε ως γραμματέας του Μεγάλου Διερμηνέα της Υψηλής Πύλης, Ιωάννη Καρατζά, του οποίου την κόρη, Ρωξάνη ή Λωξάνδρα, παντρεύτηκε το 1812.
Το ίδιο έτος, χάρη στη γλωσσομάθειά του και την εύνοια του πεθερού του, διορίστηκε και ο ίδιος στη θέση του Μεγάλου Διερμηνέα.
Το 1819 τοποθετείται από τον σουλτάνο ηγεμόνας της Μολδαβίας και μέχρι τον Ιανουάριο του 1821 έχει οριστικοποιήσει τη συνεργασία του με τον Αλέξανδρο Υψηλάντη.
Στις 22 Φεβρουαρίου με την εισβολή του Υψηλάντη στη Μολδαβία, ο Σούτσος θέτει τη φρουρά του στις διαταγές των επαναστατών και καταβάλει σημαντικά χρηματικά ποσά για τις ανάγκες του στρατεύματος.

Όταν έπειτα από μικρό χρονικό διάστημα το κίνημα στη Μολδοβλαχία άρχισε να κάμπτεται, ο Σούτσος αναγκάστηκε υπό την πίεση των βογιάρων, που τον κήρυξαν έκπτωτο από τη στιγμή που είχε συνδράμει τους επαναστάτες και είχε αποκηρύξει την οθωμανική επικυριαρχία, να αποχωρήσει από την έδρα του στο Ιάσιο.
Την ίδια ακριβώς περίοδο που πραγματοποιήθηκε ο αφορισμός του ιδίου και του Υψηλάντη από το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως. Αργότερα προσπάθησε να διαφύγει στην Ελβετία μέσω της Αυστρίας, εκεί όμως συνελήφθη με αποτέλεσμα να φυλακιστεί για τρία χρόνια και εννιά μήνες.
Μετά την απελευθέρωσή του κατέφυγε στη Γενεύη, που φιλοξενήθηκε από τον Ελβετό φιλέλληνα Εϋνάρδο και μερίμνησε για την συγκέντρωση και διάθεση χρημάτων υπέρ του αγώνα της ανεξαρτησίας και ήταν σε επαφή με την «Επιτροπή Ζακύνθου» του Διονυσίου Ρώμα. Πριν την ανάληψη της κυβέρνησης της Ελλάδας από τον Ιωάννη Καποδίστρια, ο Σούτσος ήταν μια από τις πιθανές υποψηφιότητες για την κατάληψη αυτής της θέσης.
Τελικά διορίστηκε αντιπρόσωπος της Ελλάδας στη Γαλλία, έπειτα από εισήγηση του Εϋνάρδου. Αργότερα ορίστηκε από τον βασιλιά Όθωνα, πρεσβευτής της Ελλάδας στη Γαλλία, τη Ρωσική Αυτοκρατορία, τη Σουηδία και τη Δανία. Το 1839 εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Αθήνα και χρημάτισε μέχρι το 1840 μέλος του συμβουλίου της Επικρατείας ενώ αποτέλεσε έναν από τους πρώτους οικιστές της παλιάς αθηναϊκής συνοικίας Βάθης ή Βάθειας.

Απεβίωσε στις 12 Ιουνίου του 1864 στην Αθήνα. Από τον γάμο του με την κόρη του Ιωάννη Καρατζά, Ρωξάνη, απέκτησε τρία παιδιά, τους: Γρηγόριο Σούτσο (φημισμένο ζωγράφο της εποχής), Ιωάννη Σούτσο και Μαρία Σούτσου. 

Πήραμε που λες ‘γγονέ την Τριπολιτσά, 
Η Πρώτη μεγάλη επιτυχία των Επαναστατημένων, αλλά... «Φθόνος και εμφύλιον μίσος κατατρώγει τα σπλάχνα μας» όπως γράφει ο Τρικούπης. Η πτώση της Τριπολιτσάς (Διοικητικό και Στρατιωτικό κέντρο των Οθωμανών) τον Σεπτέμβριο του 1821 -δυστυχώς συνοδευόμενη από ωμότητες εκ μέρους των πολιορκητών-, συμβάλει στο να ανατείλει το άστρο του Κολοκοτρώνη και υπήρξε καθοριστική για την εδραίωση του Αγώνα, μολονότι την ίδια περίοδο είχαν αρχίσει να απειλούν την ενότητα των αγωνιστών οι αντιθέσεις προκρίτων και στρατιωτικών. 

Γκραβούρα, Τριπολιτσά 1810
* Τριπολιτσά, Ιδρύθηκε περίπου τον 14ο αιώνα στη θέση τριών ερειπωμένων οικισμών: της Μαντίνειας, της Τεγέας και των Αμυκλών ή του Παλλαντίου και ήδη από το 1786 έγινε έδρα του βιλαετιού του Μοριά με διοικητή τον Πασά του Μορέως.
   Οι Έλληνες είχαν δοκιμάσει να την πολιορκήσουν για πρώτη φορά το 1770 κατά τα Ορλωφικά που όμως έληξαν άδοξα και οδήγησαν στη σφαγή του ελληνικού πληθυσμού.  
   Στις 23 Σεπτεμβρίου 1821 έξι μήνες μετά την έναρξη της επανάστασης, η πρώτη μεγάλη επιτυχία των Επαναστατημένων δημιουργεί αρνητικά αποτελέσματα και ο Τρικούπης σχολιάζει: «Φθόνος και εμφύλιον μίσος κατατρώγει τα σπλάχνα μας….».
   Η Τριπολιτσά είναι το σημαντικότερο διοικητικό, στρατιωτικό και οικονομικό κέντρο της Πελοποννήσου, εκείνη την εποχή, με ιδιαίτερη στρατηγική σημασία, καθώς είχε τον έλεγχο σε όλα τα περάσματα προς τις άλλες μεγάλες πόλεις της Πελοποννήσου.  
   Προστατευόταν από τείχος μήκους 3,5 χλμ., ύψους περίπου 4 μ. και πάχους 2 μ. στη βάση και ενός περίπου πιο πάνω. Είχε πύργους με διπλές πολεμίστρες, και τριάντα κανόνια, λίγα από τα οποία ήταν σε καλή κατάσταση. 
   Το τείχος, που είχε επτά πύλες, δεν ήταν σε κλασικό κυκλικό σχήμα. Υπήρχε επίσης ένα μικρό τετράγωνο φρούριο στο εσωτερικό του τείχους, σε ένα νοτιοδυτικό ύψωμα, κάτι σαν Ακρόπολη. 
Παρά την οχύρωση αυτή όμως ήταν η περισσότερο ευάλωτη από τα υπόλοιπα κάστρα τηςΠελοποννήσου, αφού βρισκόταν καταμεσής μιας πεδιάδας και το τείχος ήταν φτιαγμένο από απλές χωρίς ενίσχυση πέτρες αλλά το βασικότερο ήταν ότι δεν μπορούσε να έχει οποιαδήποτε υποστήριξη από θαλάσσης.
Το 1821 κατοικούσαν στην πόλη 13.000 Έλληνες, 7.000 Τούρκοι καθώς και 400 Εβραίοι, άλλη εκτίμηση αναφέρει πως οι μουσουλμάνοι αποτελούσαν περίπου το 1/4 του συνολικού πληθυσμού της πόλης. 
   Μόλις άρχισαν οι εχθροπραξίες, οι Έλληνες έφυγαν και πολλοί Τούρκοι κατέφυγαν στην Τριπολιτσά, όπως και σε άλλες οχυρές πόλεις, με συνέπεια να διπλασιαστεί ο πληθυσμός της και να φτάσει στους τριάντα χιλιάδες κατοίκους τουλάχιστον. 
   Η πόλη δεν είχε επάρκεια τροφίμων, αλλά, παρά το ότι οι Έλληνες κατέστρεψαν τα υδραγωγεία, τα νερά των πηγαδιών της ήταν άφθονα και πόσιμα. Διοικητής της Πελοποννήσου στην περίοδο της κήρυξης της επανάστασης ήταν ο Χουρσίτ Πασάς, απασχολημένος όμως τον καιρό εκείνο εναντίον του Αλή πασά στην Ήπειρο. Όταν έμαθε για την πολιορκία, ο Χουρσίτ έστειλε στην Τριπολιτσά 3.500 στρατιώτες υπό τον Κεχαγιάμπεη.  Διοικητές της πόλης ήταν ο Κεχαγιάμπεης και ο καϊμακάμης Σελίχ Μεχμέτ.
   Η δύναμη των ενόπλων ήταν 10.000 άντρες, Αλβανοί, Ασιάτες και Πελοποννήσιοι Οθωμανοί. Την κατάληψη ακολούθησαν, ωμότητες εκ μέρους των πολιορκητών, παρά την αντίθεση του Κολοκοτρώνη και των περισσότερων καπεταναίων, δυστυχώς και σφαγή του πληθυσμού, εξαιρέθηκαν οι Αλβανοί υπερασπιστές της πόλης, οι οποίοι είχαν στο μεταξύ συνθηκολογήσει με τους Έλληνες. 
   Η πτώση της Τριπολιτσάς συμβάλει στο να ανατείλει το άστρο του Κολοκοτρώνη και υπήρξε καθοριστική για την εδραίωση του Αγώνα, μολονότι την ίδια περίοδο είχαν αρχίσει να απειλούν την ενότητα των αγωνιστών οι αντιθέσεις προκρίτων και στρατιωτικών.  
   Ο Μαχμούτ Πασάς Δράμαλης θα αποτύχει στην ανακατάληψή της τον Ιούλιο του 1822. Τρία χρόνια όμως αργότερα ο Ιμπραήμ πασάς τον Ιούνιο του 1825 θα το καταφέρει, αλλά θα ανατραπεί με το αποτέλεσμα της κατοπινή Ναυμαχίας του Ναυαρίνου.

* Χάψη, τον ρίχνω στη χάψη, τον φυλακίζω.


 Απόσπασμα από το έμμετρο έργο  
"ΙΣΤΟΡΙΕΣ και ΥΣΤΕΡΙΕΣ της ΙΣΤΟΡΙΑΣ  
Στίχοι - Κείμενα: Παναγιώτης Β. Ματαράγκας 
Επιμέλεια - Αποτύπωση: Κ. Γ. Ραπακούλια 

   Ιστορίες και Υστερίες της Ιστορίας   

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.